United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΘΕΡΑΠΩΝ Πρόβατα σ’ όλη μου τη ζωή βοσκολογούσα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιους τόπους σύχναζες συνήθως; Πε μου. ΘΕΡΑΠΩΝ Στου Κιθαιρώνος σύχναζα τα βοσκοτόπια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρεις αυτόν τον άνθρωπον ή ακουσμένα έχεις γι’ αυτόν; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι να ’καμνε; Για ποιόν μου λες, αφέντη; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τούτον εδώ. Τον σύντυχες ποτέ σου τάχα; ΘΕΡΑΠΩΝ Γλίγωρα, λέω, δε μου ’ρχεται καλά στη μνήμη.

Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες.

Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.

Ποια να σ’ εγέννησε λοιπόν από τας Νύμφας με τον Πάνα, τον Θεόν των βουνώντάχα του Απόλλωνος αγαπημένη; Γιατί του αρέσουν τα βοσκοτόπια. Μήπως ο Ερμής ο Κυληναίος ή μήπως ο Διόνυσος σ’ έφερε εσένανε στο φως με κάποιαν Ελικωνιάδα νύμφην; Γιατί του αρέσουνε μαζί τους τα παιγνίδια.

Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα.

Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης, Να πάω να ζήσωτο μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα, Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια, Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια Το καλοκαίριτα βουνά και τον χειμώτους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.

Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτους καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτους προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτα βουνά. Κ' είχαν ερθή σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους.

Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτούς καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτούς προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτά βουνά. Κ' είχαν έρθη σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους.

Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς.

Τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα βουνά και τα ποτάμια όλα ελεύθερα. Κ' έναν Ευμορφόπουλο, θες τον ίδιοαχ μακάρι! — θες το γιο του, ας είναι και τ' αγγόνι του αφέντη απάνω σ' εκείνα. Αφέντη τρανόν και δοξασμένον, όπως οι πάπποι του. Αλήθεια, τ' είνε μια ζωή για τέτοιο κατόρθωμα! Χίλιες να είχε και τις χίλιες τις έδινε. Με αυτόν τον πόθο έκλεισε τα μάτια ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος.