United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώτα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόντο βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίαςμήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο! Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι.

Πού τώρα να πετάξω και να φύγω, σε ποιά μεριά βαθειά και σκοτεινή, το πετροβόλημα για να γλυτώσω μαζύ με του θανάτου την ποινή; Πού θάβρω τώρα ενός πλοίου πρύμη ή γρήγορο τετράλογο αμάξι; Αλλοίμονο! δεν θα σωθώ, αν ίσως δεν θέλει ο θεός να με φυλάξη. —Τι σε προσμένει για να πάθης τώρα και συ, δυστυχισμένη μου κυρά! Μα είναι δίκηο να τιμωρηθούμε που ηθέλαμε την ξένη συφορά!

Η αθεράπευτη πληγή της πατρικής κατάρας να καταφάγη σύρριζα την ύπαρξίν σου όλην! — Πτωχά μου ’μάτια γέρικα, αν κλαίετε ακόμη, σας ξερριζώνω μόνος μου να σας πετάξω κάτωτο χώμα, να ζυμώσετε με δάκρυα την λάσπην! — Καλά, καλά! Μου έμεινε ακόμη μία κόρη.

Άφες με, λέγω, ω δαιμόνιον Φάσμα, να ονειρευθώ ολίγον. Θέλω εκείνο, το οποίον εφαντάσθην, να ίδω· όχι τούτο, εις το οποίον κυλύομαι και σύρομαι. Δος μου και πάλιν τας παλαιάς πτέρυγάς μου, ή καν δος μου του ονείρου τας απατηλάς πτέρυγας, ίνα πετάξω υψηλά, εις της Ιδέας τον κόσμον. Ω, πόσον ωραία είνε τα όνειρα!

Ήμουν μεταξύ δέκα τριών και δέκα τεσσάρων ετών όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κη σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μέκαμε να πετάξω. Αλλ' όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σαυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κέτρεμα.

Θέλω να περιβάλω με πτέρυγας αετού τον νουν μου, και θέλω να πετάξω μίαν φοράν ακόμη, διά να μετρήσω την άβυσσον, εν τη οποία κατέπεσα, και να ρίψω έν βλέμμα αφ' ύψους εις το δημιούργημα τούτο, το οποίον τοσούτον εαυτό παρερμηνεύει, ώστε να πιστεύη, ότι είνε το δυστυχέστερον του Θεού του δημιούργημα!

Και πόσον ηξεύρει να μου παίζη αυτό το κομμάτι, συχνά εις καιρόν, που μου έρχεται να πάρω ένα πιστόλι και να πετάξω τα μυαλά μου στον αέρα! Η πλάνη και το σκότος της ψυχής μου διαλύονται και αφανίζονται, και αναπνέω πάλιν ελευθερώτερα. 18 Ιουλίου. Γουλιέλμε, τι είναι για την καρδιά μας ο κόσμος χωρίς έρωτα; Ό,τι είναι μαγικόν φανάρι χωρίς φως!

Ο κολλάρος μου με πνίγει. Να μπορούσα να τον πετάξω! Δε θα τον πετάξω, να μη χαίρουνται. Είδες άθρωπο πιο ήσυχο από μένα; — Ας πεθάνω και μια ώρα προτήτερα, να τελειώση. Είναι απέραντη η μοναξιά. Ας μου πουν καμιά ψεφτιά, μα τουλάχιστο ας μιλήσουν. Ας ακούσω μια φωνή! Να μη μου ξαναμασούν όμως όλο τα ίδια. Ποιος; Εγώ δεν ξέρω τι λέω; Να τους το δείξω. Τα θυμούμαι σα να είταν και σήμερις.