United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπόργε να σου μιλήση με το γλυκύ, σαν άθρωπος. Μα κατέχεις τονε πως είνε μανισάρης κι' ανάποδος. — Και δε λες και τάλλο; είπεν η Σαϊτονικολίνα. Ο Στρατής, παιδί μου, ήθελε να κάμουνε γαμπρό τον Τερερέ και για τούτο τα κάνει. — Όμοιος τον όμοιον αγαπά, συνεπλήρωσεν ο Σαϊτονικολής. Μα ο κακομοίρης ο Θωμάς έχει καλή ψυχή. Μη θωρείς πως είνε στυφής και γρινιάρης. Τα βάσανα τον έχουν ετσά καμωμένο.

Τα λοιπά συνεπλήρωσεν ο ιερεύς. — «Συντάξω τω Χριστώ;» — Συνεταξάμενος . . . Είτα, επάνω εις την πρόχειρον κολυμβήθραν, ανεγνώσθησαν αι ευχαί. Ευθύς ύστερον, «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού . . . » Το βρέφος εκλαυθμήρισεν ολίγον, πλην ανέπνεεν ελευθεριώτερον. Έπειτα «Σφραγίς δωράς», ακολούθως «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», και οι τρεις γύροι περί την κολυμβήθραν.

Ο αυτοκράτωρ συνεπλήρωσεν ηθικώς και θρησκευτικώς τον μέγαν θρίαμβόν του, μεταβάς το επόμενον έτος κατά την άνοιξιν εις την Ιερουσαλήμ μετά του ξύλου του Σταυρού.

Είντα του ρέχτηκε; Τη νιότη του· θες άλλο; Ο νιος με τη νια κιοι γέροι καλή ψυχή. Την στιγμήν εκείνην ο Μανώλης, ως να κατελήφθη υπό αιφνιδίας φρενίτιδος, συνέκρουσε το ποτήρι του με τόσην ορμήν, ώστε το συνέτριψε και έξαλλος ανεφώνησεν: — Απού 'βαλε το λάδι να βάλη και το ξύδι! — Να γενή λαδόξυδο! συνεπλήρωσεν ο Αστρονόμος, όλων επιγελώντων θορυβωδώς.

Τας εξηγήσεις του ταύτας συνεπλήρωσεν η ανάγνωσις της διατριβής ‘De Necrophania’, και ετέρα μετ΄ αυτού συνδιάλεξις, ότε μετέβην την επιούσαν να τον ευχαριστήσω δια το πολύτιμον δώρον του. Δεκαπέντε έκτοτε παρήλθον έτη και αι πλείσται των προτάσεων του αγαθού διδάκτορος εξηλείφθησαν εκ της μνήμης μου ως και η διατριβή αυτού εχάθη εκ της βιβλιοθήκης μου.

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα: Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο 'σαν τ' άσπρο περιστέρι, 'σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα-καλοκαίρι.

Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύση, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης. — Ας γείνη χριστιανός, εψιθύρισεν. — Ας μβη στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.

Να ηξεύρετε, αδελφοί μου, ότι αι προσευχαί και αι δεήσεις προς την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν της ευλογημένης Ξενιώς, συνεπλήρωσεν ο ιερεύς, τα δάκρυα της και αι ολονύκτιαι αγρυπνίαι της διέλυσαν τα μάγια αυτά του αντικειμένου Σατάν.