Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Οι ρώσοι οπού ήσαν εις το τραχτήρι, μόλις είδαν απέξω τον διακαμό του παπά Σεραφάκου με την Πορταΐτισσαν, που έκαμνεν αγιασμούς, έτρεξαν κ' έπεσαν εις τα γόνατα και την ησπάζοντο μετά δακρύων. Επήγα και εγώ: Δεν ξεύρω πώς μου εφάνη. Η Πορταΐτισσα, καπετάν-Καλόγερε, λέγω εις τον φίλον μου. Δεν πάμε και 'μεις; Κάποιος μου μίλησε μέσα μου. Έτσι μου εφάνη.
Να ηξεύρετε, αδελφοί μου, ότι αι προσευχαί και αι δεήσεις προς την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν της ευλογημένης Ξενιώς, συνεπλήρωσεν ο ιερεύς, τα δάκρυα της και αι ολονύκτιαι αγρυπνίαι της διέλυσαν τα μάγια αυτά του αντικειμένου Σατάν.
Και εύρισκε πλέον ανακούφισιν η Ξενιώ να προσεύχεται τας νύκτας προ της εικόνος της Θεοτόκου, μιας ωραιοτάτης εικόνος την οποίαν από το Άγιον Όρος της είχε φέρει ποτέ κάποιος συγγενής της, την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, έργον κάλλιστον των περιφήμων Γιασαφαίων την οποίαν εφαρμόσασα εις μίαν κομψοτάτην κορνίζαν είχεν αναρτήση εις το μικρόν εικονοστάσιόν της, ένδον εις τον κοιτώνα της, και ήναπτεν ενώπιόν της ακοίμητον κανδηλάκι.
Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα. — Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό; Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.
Εμπρός ο υποτακτικός του με το φανάρι, πίσω ο παπά Σεραφάκος με την Πορταΐτισσαν, μίαν μικράν μαλαματένιαν Παναγίτσαν. Εμβήκαμε πάλιν μέσα εις το τραχτήρι. — Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Μου λέγει ο φίλος μου. Εγώ δεν άκουα. Είχα τον νουν μου εις την μαλαματένιαν Παναγίτσαν. — Είδες διαμαντικά; έλεγα προς τον φίλον μου. — Έκαμεν άπειρα θαύματα, μου απαντά ο καπετάν-Καλόγερος.
Εδώ κ' εκεί μέσα εις το κελλί ήσαν σωριασμένοι άρρωστοι, κ' ένας δαιμονισμένος, εις μίαν γωνίαν, έτριζε τα δόντια του και τα σίδερα. Ο Παπά-Σεραφάκος αδιακόπως εδιάβαζεν. Εγώ, μόλις εμβήκα εις το κελλί, εκατάλαβα ένα χέρι που μ' έσπρωχνεν από πίσω να πάγω πάραυτα να γονατίσω εμπρός εις την Πορταΐτισσαν. Κατ' αρχάς εθάρρεψα ότι ήτον ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, αλλ' αυτός ήτον εμπρός μου.
Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.
Και νά, και περνά απέξω ο παπά Σεραφάκος ο Ιβηρίτης προηγούμενος, ο κοντούτσικος, με την Παναγίαν την Πορταΐτισσαν, από το Άγιον Όρος. Όχι την ίδια. Αντίγραφον αυτής. Η ίδια σαν φύγη από το Άγιον Όρος, τους είπε, πάει το Άγιον Όρος. Φεύγεστε να φεύγουμε. Ο σώζων σώζου. Η ίδια είνε εις των Ιβήρων τώρα, εις το εύμορφον μικρόν παρεκκλήσι της, φορτωμένη από διαμάντια και χρυσαφικά, στολίδια ατίμητα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν