United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ένοπλος αύτη αγρυπνία διήρκεσεν οκτώ όλα ημερονύκτια, μέχρις ου περί τας αρχάς της ενάτης νυκτός η δήθεν μακαρίτις έκρινεν εύλογον να κινηθή και ν' αποτείνη τον λόγον εις τον ακοίμητον αυτής φύλακα.

Το ανάγνωσμα εκείνο κατεθορύβησε τον από τοσούτων ετών ησυχάσαντα καλόγηρον. Οι όφεις, οι δράκοντες, οι λύκοι, οι πάνθηρες και τ' άλλα ζώα, δι' ων εικονίζουσιν οι θεολόγοι τα πάθη, εξύπνησαν αθρόα και ήρξαντο να ωρύωνται και να δάκνωσι την ουράν των εις τους μυχούς της καρδίας του, ήτις κατέστη και πάλιν ακοίμητον θηριοτροφείον.

Ούτοι εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής μάλλον ή υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον νεοελληνικόν βάπτισμα, μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν ετοίμους ορέγοντες τας χείρας πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη επινέμεται ακοίμητον το άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.

Ίσως όμως ήθελον ούτω να δίδουν εις τους νεωτέρους ζωηροτέραν την εικόνα της εποχής των, ίνα και το μίσος κατά των Τούρκων μεταδίδωσιν εις αυτούς ασπονδότερον και, όπως ήτο εις ιδικήν των ψυχήν, ακοίμητον.

Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

Ημίσειαν ώραν μετά την επιβίβασιν των δύο φυγάδων, είχε την δυσαρέσκειαν να μάθη ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήτο πλέον οίκοι. Εις το καφενείον όπου εκάθητο, ζωηρώς συζητών πολιτικά, με την μακράν του τσιμπούκαν ακοίμητον καπνίζουσαν πέραν της πλατείας βράκας του, δεκαετές παιδίον εισελθόν, ανυπόδητον, με υποκάμισον ραβδωτόν και περισκελίδα ομοίαν, είπε·Μπάρμπα, η γ'ναίκά σ' έφ'κει.

Τρέμων όλος, με δάκρυα πύρινα εις τους οφθαλμούς, ήρχισε να διηγήται έν προς έν τα παθήματά του, αφ' ης ημέρας το επιτίμιον ανεγνώσθη εις την κωμόπολιν, την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, τους πικρούς και καυστικούς λόγους των, τα μειδιάματά των, τα πλήρη αναιδούς σαρκασμού, τα βλέμματά των τα σουβλερά· να λέγη την πτωχείαν και αθλιότητα του, την παίδευσιν του σώματος και την ακοίμητον βάσανον της ψυχής επί τόσας ημέρας!. . .

Ο Αμλέτος αγαπά τον Οράτιον, διότι βλέπει εις εκείνην την ψυχήν ασάλευτον την ισορροπίαν, την οποίαν αυτός αισθάνεται ότι κινδυνεύει να χάση, τον έχει εις την καρδίαν της καρδίας του , ως να ήθελε με τούτο να μετριάση την ακοίμητον φλόγα των αισθημάτων του, να γαληνεύση τους ανεξηγήτους κυματισμούς της ψυχής του.