United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

Μόνος ο Βινίκιος δεν εμεθύσθη αρκετά, αλλά παν ό,τι συνέβαινε τον είχε θαμβώση. Ο πυρετός της ηδονής τον έκαιεν. Ώρμησεν εις το δάσος, και έτρεξε μετά των άλλων, διά να εκλέξη μεταξύ των νυμφών, ότε παρετήρησε πομπήν τινα παρθένων οδηγουμένην υπό μιας Αρτέμιδος· έτρεξε προς το μέρος των διά να ίδη πλησιέστερον την θεάν, αλλ' η καρδία του έπαυσεν αποτόμως να πάλλη.

Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... — Ευλόγησον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον.

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Εκοιμάτοαυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτοαυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύτη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι;

Αλλά τότε εφαντάσθην τον πατέρα της κόρης ταύτης καθήμενον προ εμού εντός πολυτελούς ινδικού περιπτέρου, παρά πλουσίαν τράπεζαν, εφ' ης έκαιεν υψηλός λύχνος ευγενούς πορσελάνης, κεκοσμημένος με τους φανταστικούς εκείνους δράκοντας και κροκοδείλους της ανατολικής τέχνης. Προ ημών και περί ημάς έκειντο ανοικτά τα οποία είδον κιβώτια πλήρη μεμβρανών και παπύρων, εξ ων λαμβάνων ο κ.

Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν . . . διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ' εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον . . . Εξύπνησα έντρομος, κ' έφυγον . . . Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος . . . Από τον αντικρυνόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.

Ήναπτε την οργυιαίαν τσιμπούκαν του, η οποία έκαιεν ακοίμητος σχεδόν καθ' όλον το μήκος της κυανοβαφούς βράκας του, και ήτο εύθυμος, πολύλογος πάντοτε, και θορυβώδης καγχαστής, με τας παρειάς τόσον κοκκίνας, όσον σχεδόν και το υψηλόν άλικον φέσι του, το οποίον έκλινε μετρίως διά μιας πτυχής προς το δεξιόν ους μετά της απλουμένης εις τον ώμον μακράς και στρεπτής φούντας.

Είναι αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της ημέρας, δεν είχα πίει·τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου.

Ο Βινίκιος ήτο βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας.