United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φως το ανέσπερον ανήλθε και εις την γυναικωνίτιδα, και όπισθεν των ξυλίνων δρυφάκτων εθεώρεις πλέον μαρμαρυγάς χρυσαυγείς, χρυσοτρέμοντα πράγματα, παιγνίδια φλογός πάντερπνα, οφθαλμούς και αδάμαντας και φως χρυσού και λαμπάδων λευκών, και λευκότητα παρειών και χειρών και ρόδα χειλέων, ως να κατέβησαν εκεί όπισθεν των δρυφάκτων από των ουρανών άγγελοι ποικιλόπτεροι.

Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός.

Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί της γνωστήςως έλεγενερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της.

Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει μέγα το κύμα της γλαυκήςτην όψιν Αμφιτρίτης. 60 κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν, και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ η περιστέραις, οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν• ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει• αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65 θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη• αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα. μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο, απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70 και αυτή θε να 'σπαεταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.

Ο Βινίκιος ήτο βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας.

Οι δε επί των ορέων ξυλευόμενοι παραγκωνίζουσιν αυτό εκ συστήματος, φοβούμενοι μη τον πέλεκυν μολύνωσι, κυρίως δε μη την αγνότητα της φλογός μιάνωσιν, εισάγοντες αυτό εις την οικογενειακήν εστίαν.

Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.

Εις την τροπικήν μεσημβρίαν της βαθείας εκείνης κοιλάδος του Ιορδάνου, όπου ο αήρ φαίνεται πλήρης μιας λεπτής και φρισσούσης φλογός, ακούων τους ωρυγμούς των αγρίων θηρίων κατά τας μακράς νύκτας, υπό το φέγγος των άστρων «τα οποία εφαίνοντο κρεμάμενα ωσάν σφαίραι πυρός εις πορφυρόχρουν στερέωμα» — περιδιαβάζων παρά τα θολά ύδατα της νεκράς και κατηραμένης εκείνης λίμνης, — ο Ιωάννης είχε διδαχθή ένα μάθημα, ο Ιωάννης είχε φωτισθή από μίαν αποκάλυψιν, ήτις δεν κατέρχεται μέχρι των κοινών ανθρώπων, και ήτις δεν εμπνέεται εις τα σχολεία των Ραββίνων, αλλ' εις το σχολείον της ερημίας και εις το σχολείον του Θεού.

Η πανήγυρις ευρίσκετο εις την ακμήν, ότε εισήλθον οι δύο οδοιπόροι εις την αυλήν του μοναστηρίου. Οι μεν των μοναχών προσέθετον δέσμας αχύρων και κενωθέντα βαρέλια εις την πυράν, οι δε ανυψούντες τα κράσπεδα των ράσων επήδων υπεράνω της ιεράς φλογός, καταφεύγοντες εις λάκκον πλήρη ύδατος, οσάκις έδακνε το πυρ τας γυμνάς κνήμας των.

Αλλά τότε η γραία, γελώσα, εξήγαγε την σούβλαν από της φλογός με το κρέας ολόφαιον εκ της επ' αυτού προσκολληθείσης στάκτης· και μόλις τότε ο Νικολάκης ως εν ονείρω ήρχισε να αναμιμνήσκηται των ωραίων εκείνων της νήσου παραδόσεων του Δωδεκαημέρου, αι οποίαι τοσάκις εβαυκάλησαν άλλοτε τας αφρόντιδας ημέρας των παιδικών του χρόνων.