Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσωτην πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.

Εδώ κ' εκεί μέσα εις το κελλί ήσαν σωριασμένοι άρρωστοι, κ' ένας δαιμονισμένος, εις μίαν γωνίαν, έτριζε τα δόντια του και τα σίδερα. Ο Παπά-Σεραφάκος αδιακόπως εδιάβαζεν. Εγώ, μόλις εμβήκα εις το κελλί, εκατάλαβα ένα χέρι που μ' έσπρωχνεν από πίσω να πάγω πάραυτα να γονατίσω εμπρός εις την Πορταΐτισσαν. Κατ' αρχάς εθάρρεψα ότι ήτον ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, αλλ' αυτός ήτον εμπρός μου.

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.

Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου. Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα. — Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος.

Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα. — Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό; Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.

Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά. Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν