United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είνε απολύτως ασκεπής την κεφαλήν, όπως τον παριστώσιν οι ζωγράφοι, διότι το να οδοιπορή ασκεπής με τον καύσωνα της Παλαιστίνης θα ήτο αδύνατον, αλλ' απλούν λευκόν μανδήλιον φέρει περί την κόμην.

Κ' ενώ οι άνδρες διεσκορπίζοντο εις την αγοράν κ' αι γυναίκες απήρχοντο καθ' ομίλους εις τας οικίας των, σταυροκοπούμεναι και αναθεματίζουσαι καθ' όλον τον δρόμον, αυτός έμενεν εκεί, στυλωμένος εις την θέσιν του, τας χείρας επί του στήθους σταυρωμένας κρατών, ασκεπής την κεφαλήν, στυγνός την όψιν, ακολουθών με απλανές βλέμμα τους ιερείς οι οποίοι σβύσαντες τας λαμπάδας εισήρχοντο εις τον ναΐσκον.

Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος.

Ότε οι δύο χωρικοί έφθασαν εκεί είχεν ανέλθει επί του λέβητος γέρων ιερεύς, υψηλός, ασκεπής, κρατών εις την δεξιάν χείρα χαρτίον επίμηκες και εις την αριστεράν ανημμένην λαμπάδα, χονδράν και κατάμαυρον. Δεξιά και αριστερά αυτού, κάτω ίσταντο τέσσαρες άλλοι ιερείς, ενδυμένοι ποικιλόχρωμα άμφια και κρατούντες επίσης μαύρας λαμπάδας εις τας χείρας.

Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως πολλάκιςentre-nous εννοείται, — μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγείαάλλων, εννοείται, η σωματική και άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλειςήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της

Και πήγ' αμέσως κ' έπεσα τα μπρούμιτα, γονατιστός μπροστά 'στήν Πορταΐτισσαν κ' εφώναξα καθώς μου υπαγόρευεν η άγνωστος μελωδική φωνή, της Ξενιώς μου η γλυκειά φωνίτσα. — Δεν έχεις γιατρικό και για τα μάγια, Παναγίτσα μου; Δεν έχεις γιατρικό; Ο παπά-Σεραφάκος άρχισε να ψάλη την παράκλησιν, και ο φίλος μου ο καπετάν-Καλόγερος, γονατιστός και ασκεπής, προσηύχετο και αυτός.

Πλησίον του υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το φαινόμενον πιναρά ρ ω μ η ο κ α τ σ ι β έ λ α, ήτοι Αθιγγανίς ελληνόφωνος.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο.

Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης, χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω, διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον, λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το γραφείον λέγων·Εννηάμισυ! — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!