United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων κ' έβαλε τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον, θα εκοιμώντο αμέσως, και «διά να λείψη ο μπελάς τους και διά να ξυπνήσουν πρωί». Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσσησε και δύο περονιαίς χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Ημέραν τινά, ενώ η παράφορος γυνή μανιωδώς εκραύγαζε και βροντοφώνως εξύβριζε τον αγαθόν σύζυγόν της, αυτός ατάραχος εξήρχετο της οικίας. Η Ξανθίππη τότε, λαβούσα αγγείον πλήρες, εκένωσεν αυτό επί της κεφαλής του συζύγου της. Αλλ' ο Σωκράτης, αντί ν' αγανακτήση, γελών είπε « μετά τας βροντάς επέρχεται βροχή, » διδάσκων ούτω την υπομονήν, την πραότητα, την αμνησικακίαν.

Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον, σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα βυσσίνων. — Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης.

Νερό, λίγο νερό! εψιθύρισεν ο Δημήτρης ασθενώς. Ο ζωέμπορος έλαβε μικρόν κασσιτέρινον τάσι, ανηρτημένον αριστερά του σελαχίου του και το εγέμισεν από την βρύσιν. Ο Δημήτρης ανεσηκώθη ολίγον, έλαβε τα τάσι μετά σπουδής και τα εκένωσεν απνευστί. — Τη δροσιά του νάχης εψιθύρισε. Και ημιανοίγων τους οφθαλμούς ητένισεν ευγνωμόνως τον Νίκαν.

Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν' αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής• μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφήυπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετοκαι εκεί έρριψε αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον.

Άιντε τώρα εμπόδισέ τους, κυρ δήμαρχε! Ορίστε! Αυτά είνε γραμμένα να γίνουνται, έτσι αντάμ- παπαντάμ , εξ αρχής και έκπαλαι. Ορίστε! Οι πυροβολισμοί πέφτουν μονάχοι τους, κυρ-Δήμαρχε! Είνε ο αέρας της Αναστάσεως. Συγχρόνως ο κρεοπώλης με τ' αναμμένα τα καντήλια του , ημοιανοίξας πάλιν την θύραν του καπηλείου εκένωσεν εκ νέου την εσκωριασμένην πιστόλαν του.