United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νερό, λίγο νερό! εψιθύρισεν ο Δημήτρης ασθενώς. Ο ζωέμπορος έλαβε μικρόν κασσιτέρινον τάσι, ανηρτημένον αριστερά του σελαχίου του και το εγέμισεν από την βρύσιν. Ο Δημήτρης ανεσηκώθη ολίγον, έλαβε τα τάσι μετά σπουδής και τα εκένωσεν απνευστί. — Τη δροσιά του νάχης εψιθύρισε. Και ημιανοίγων τους οφθαλμούς ητένισεν ευγνωμόνως τον Νίκαν.

Καλά, τρεχάτε να πάρτε τα σχαρίκια, απάνω στης Αναγκιάς, να το πήτε της Χ... και της κόρης της, είπεν ο πορτάρης, αφού οι δύο αγροδίαιτοι νέοι είπαν και ξαναείπαν την είδησιν, και αυτός μόλις εκατάλαβε τι ήθελον να είπουν. Η γρηά Κομνιανάκαινα είχε χώσει την ρόκα υπό την τραχηλιάν της, κ' εποδάρωσε κ' έτρεξεν απνευστί προς την επάνω συνοικίαν.

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.

Τουλόου σ' μην τον θέλης τον σαστικό σου νάναι στραβός; είπε χωρίς να πειραχθή, ο Νταντής . . . Εβίβα! Καλή σαράντισι! Κ' έπιεν απνευστί το μικρόν ποτήριον. — Καλό σας βράδυ! Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ' επήγε διά τον ταρσανάν.

Ενώ δε ημέραν τινά ανεπαύετο ο δραπέτης Ανδροκλής υπό την δροσεράν σκιάν σπηλαίου τινός, έντρομος βλέπει λέοντα εισερχόμενον εντός του σπηλαίου. — Τετέλεσται! είπε τότε καθ' εαυτόν, και απνευστί επερίμενε την στιγμήν, καθ' ην επρόκειτο να κατασπαραχθη υπό του τρομερού θηρίου. Αλλ' ο λέων χωλαίνων πλησιάζει ησύχως τον Ανδροκλήν, και υψόνων τον πόδα του δεικνύει αυτόν, ως να εζήτει βοήθειαν.

Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι. — Και έπειτα; — Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον. — Και είσαι συ εκ των ολίγων; — Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα. — Και τι μέσα έχεις; — Όσα θέλω. Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν αυτού γωνίαν. Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε.