United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μαυτός είνε μάγος· κατές το; — Αι, και πως είνε μάγος είντα μπορεί να μου κάμη; Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη: — Να σε δέση! Ο Μανώλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον: — Να με δέση! — Ναι, να σε δέση. Ο Μανώλης εγέλασε. — Κεγώ τα χέρια μου πού θα τάχω;

Ο δε Ασημάκης Κροκίδας προς τον σκοπόν τούτον παρέσχε την εν τη πρωτευούση του Τεπελενλή οικίαν του ήτις καθά διαβεβαιοί και ο Φιλήμων, εν ταις ημέραις εκείναις ωμοίαζε προς άλλον μυστηριώδη και τρομερόν στρατώνα, όπου κατά πάσαν νύχτα συνήρχοντο και συνεσκέπτοντο μετά του απεσταλμένου των φιλικών Χριστοδούλου Οικονόμου, γαμβρού του Κροκίδα, Ιωαννίται, Ζαγορίσιοι, Ακαρνάνες, Σουλιώται.

Θα ήτο κρίμα, εφαντάζετο, να μην απολαύση αυτό το θέαμα, τα πρωτοφανές δι' αυτόν, αν και δεν ήξευρε καλά πώς να το παραστήση· την νύκτα την μυστηριώδη και σιγηλήν, τον άπειρον ουρανόν, την αχανή θάλασσαν, υψηλά, άνωθεν του ερήμου μαγικού βράχου. Και ήτον, επί τέλους, πιθανόν να ίδη και κανέν φάντασμα . . . Ερρίγησεν . . . Ας έλειπαν τα φαντάσματα!

Περί της οπτασίας εκείνης, ήτις δις ενεφανίσθη καθ' ύπνον εις την Αϊμάν, διτταί υπάρχουσι γνώμαι. Εννοούμεν την μυστηριώδη εκείνην γυναίκα, περί ης δεν κατώρθωσεν η νέα να σχηματίση ευκρινή ιδέαν, αν ήτο όνειρον ή πραγματικότης.

Αύτη ήναψεν επτά κηρία εις τα δύο μανουάλια του ναΐσκου, εμπρός εις τας εικόνας του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, και της Αγίας Αναστασίας. Εφαίνετο, ότι ήθελε μετά την αναχώρησιν του παπά, να τελέση αυτή νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη.

Ποιος είχε συμφέρον γι’ αυτό; Κανείς δεν ήξερε. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ επακριβώς γνωστά, και εάν κάποιοι τα ήξεραν δεν θα ήταν πλέον σημαντικά και μυστηριώδη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ντον Πρέντου αδυνάτιζε, δεν πρόσβαλε πια τον πλησίον του και τελικά έκανε τη βλακεία ν’ αγοράσει ένα κτήμα χωρίς αξία και μαζί μ’ αυτό και τον υπηρέτη, που του έδινε την ελευθερία του.

Αλλά και ο Μανώλης ήρχιζε νανησυχή, όταν μάλιστα είδεν ότι οι γονείς του απέφευγον να δώσουν σαφή εξήγησιν εις τας ερωτήσεις του. Ναι μεν δεν ηδύνατο να φαντασθή δέσιμον χωρίς σχοινί, είχε δε πεποίθησιν ικανήν εις τας δυνάμεις του ώστε να μη φοβήται τοιούτον εξευτελισμόν, αλλ' η ανάμιξις της μαγείας περιέβαλλε την απειλήν του Τερερέ με δύναμιν μυστηριώδη.

Η οπτασία ήτο όντως ιλαρά και γλυκεία. Η εμφάνισις της παρθενικής εκείνης καλλονής χωρίς να έχη τίποτε το φοβερόν, τίποτε το σατανικόν, τίποτε από τας τρομεράς φαντασίας των γυναικών του χωρίου, ενίσχυσεν ολίγον κατ' ολίγον τον παπά-Κονόμον, όστις ενθαρρυνθείς ήρχισε να προσβλέπη μετ' ευχαριστήσεως ιδιαιτέρας την εμφανισθείσαν μυστηριώδη κόρην.

Επί τέλους το κατώρθωσα, θα την ίδω την μυστηριώδη Κυρίαν Ελένην! Η επιδεξιότης μου ενίκησε την πονηρίαν του πατρός της! Επερίμενα την επιστροφήν του αγαλλόμενος κατ' εμαυτόν διά την επιτυχίαν μου. Δεν επερίμενα πολλήν ώραν. — Ορίσατε, είπεν ο Κ. Μελέτης επιστρέψας εις την αίθουσαν.

Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.