Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.
Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής: — Μα είντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες; — Αυτή 'νε καλή. Μούδε ταδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει. — Κατές είντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν' και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ' εδά, μα σαν τήνε κουκλωθής θα δης πως είνε θυγατέρα του Θωμά κιαδερφή του Στρατή του φαρμακίτη.
— Άιντε δα, είπεν ο Μόχογλους, και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. Κατές πως ο προφήτης μας είπε να μην πίνωμε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτέ στο στόμα μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Ντοαλέρ , Τζαφέρ αγά! Ο Μόχογλους, αφού έβαλε την μπιστόλα στη μέση του, εφτέρνισε τάλογό τον κέφυγε· κιο Σιφογιάννης έμεινε στο δρόμο μόνος με την απελπισία του.
— Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μαυτός είνε μάγος· κατές το; — Αι, και πως είνε μάγος είντα μπορεί να μου κάμη; Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη: — Να σε δέση! Ο Μανώλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον: — Να με δέση! — Ναι, να σε δέση. Ο Μανώλης εγέλασε. — Κεγώ τα χέρια μου πού θα τάχω;
Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός: — Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα! Αλλ' ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχαρή, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν. Ηδύνατο ο Μανώλης να παρατηρήση και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ' ίσως του διέφυγε τούτο.
Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.
Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο; Το πρόσωπον του τυφλού έγινεν ιλαρώτερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούση ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετόν διά να εννοήση ότι έσυρε τον χορόν ο Μανώλης. — Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανώλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.
Κιαμέ καλόγερος θα γενής; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάση. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα 'πά γενώ να σώσω τη ψυχή μου — μα δε μ' αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το τό τραγούδι; — Δεν κατέω πράμμα! είπεν ο Μανώλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάση. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κιάν 'νε γυρίση ορανός κάτω κ' η γης απάνω.
Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.
Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν