United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».

Θα σε συνοδεύσω εις την οικίαν σου, είπεν ο Πετρώνιος. Ανέβησαν εις το φορείον και εσιώπων καθ' οδόν μέχρις ότου έφθασαν εις τον οίκον του Βινικίου. — Εξεύρεις ποία ήτο; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Η Ρουβρία; — Όχι. — Τότε ποία; Ο Πετρώνιος χαμηλοφώνως είπε: — Το πυρ της Εστίας εβεβηλώθη· η Ρουβρία ήτο μετά του Καίσαρος. — Αλλ' εκείνη που μου εφορτώθη ποία ήτο; — Ήτο η θεία Αυγούστα.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Και θέσασα κλαδίσκους μύρτου εις τον ώμον της, ίνα μη ρυπαίνηται από του αποστάζοντος βορβορώδους ελαίου, εφορτώθη πάλιν το μικρόν σακκίον της, γλοιώδες και ρυπαρόν, διαπεράσασα εις την χείρα της και κομψόν καλαθίσκον, εν ώ είχε χαμάδας τινας, θρούμβες, τη εντολή της κόρης της, τας οποίας είχε καλύψει με ωραίας δροσεράς ανεμώνας, τας οποίας εύρεν υπό τας ελαίας.

Τουλόου σ' μην τον θέλης τον σαστικό σου νάναι στραβός; είπε χωρίς να πειραχθή, ο Νταντής . . . Εβίβα! Καλή σαράντισι! Κ' έπιεν απνευστί το μικρόν ποτήριον. — Καλό σας βράδυ! Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ' επήγε διά τον ταρσανάν.

Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη.

Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κιλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας.