United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διατί άλλως να του φανή παράξενον, αφού είχεν ακούσει ονόματα βαπτιστικά Μηλιά και Τριανταφυλλιά; Εις την έρρινον δε ψαλμωδίαν του και την ηχώ του θόλου δεν διεκρίνετο η στρέβλωσις και ολίγον αργά την αντελήφθησαν η αδελφή και η μητέρα του αναδόχου.

Απεκαλύφθησαν και ήρχισαν να κάμνουν τον σταυρόν των. Μερικοί και εδάκρυον παρακολουθούντες την πένθιμον εκείνην ψαλμωδίαν. Όταν δ' ο ναύκληρος ήρχισε να ψάλλη τελευταίον: «Μετά των Αγίων ανάπαυσον . . . ;» σιγά-σιγά με κλαίουσαν φωνήν, συχνά διακοπτομένην από τους λυγμούς της ψυχής του, οι ναύται δεν ημπόρεσαν να κρατηθούν από την συγκίνησιν και ανεκραύγασαν πάντες εν χορώ: — Θεός σχωρέστηνε!

Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα.

Είδες πως δεν πρέπει ο Χριστιανός ποτέ να απελπίζεται; Έλεγε με την πανηγυρικήν του φωνήν, χαρμόσυνον ωσάν την ψαλμωδίαν του την αλησμόνητον. Γύρω του περιίσταντο με σεβασμόν η κοντούλα η Ξενιώ πανευδαίμων με την μητέρα της και ο Μοναχάκης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του από την χαράν.

Εκείνος δε πάλιν ο ενθυμούμενος την στιγμήν κατά την οποίαν ο άγιος βυθισθείς εν τω πόντω έσωσεν ημίπνικτον τον από του πλοίου πεσόντα ναύτην, ενόμιζεν ότι έβλεπε διάβροχον τον ιεράρχην και ότι από το κοντόν λευκόν του γένειον έσταζεν ακόμη θάλασσα. Τόσην ζωήν παράδοξον ελάμβανεν η βυζαντινή εικών υπό τα πολλά εκείνα φώτα και την φαιδράν ψαλμωδίαν.

Μεταξύ των νεκραναστάντων πολλοί διηγήθησαν ότι ήκουον τα πέριξ αυτών λεγόμενα, τας οιμωγάς των θρηνούντων αυτούς συγγενών και φίλων, τον ήχον των κωδώνων, την ψαλμωδίαν των ιερέων, τον επί του μετώπου αυτών ύστατον ασπασμόν και το χώμα καταπίπτον επί των σανίδων του φερέτρου. Αλλ' εν τούτοις αδύνατον ήτο αυτοίς ν' ανακράξωσι: «Μη με θάπτετε ζώντα

Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως. Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κ' η θειά το Μαλαμώ, κι' ο κυρ-Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.

Η μελωδία του ιερέως ακουσθείσα έξω εις την μικράν πλατείαν παρεκίνησε πολλούς να έμβουν εις τον Ναόν· και ήτο μια χαρά να βλέπης τους νησιώτας με τόσην κατάνυξιν να ίστανται ενώπιον της Εικόνος του Αγίου των θαλασσών παρακολουθούντες την γλυκείαν του ιερέως ψαλμωδίαν με δάκρυα.

Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον.