Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ο έρως ήτο ακόμη δι' αυτήν παιγνίδι και έπαιζε με όλην την καρδιά του Ρούντυ· και όμωςαυτό πρέπει να λεχθήαυτός ήτο η ευτυχία της, όλη η ζωή της, η διαρκής σκέψις της, το καλύτερον και λαμπρότερον που είχεν εις τον κόσμον αλλά όσον περισσότερον εσκυθρώπαζε το βλέμμα του, τόσον περισσότερον εγελούσαν τα μάτια της· ημπορούσε να φιλήση τον ξανθόν Άγγλον με τα χρυσόξανθά γένεια, εάν κατώρθωνε με αυτό να πιάση τρέλλα τον Ρούντυ και να φύγη τρεχάτος· αυτό ίσα ίσα θα της έδειχνε πόσον την αγαπά.

Θάχης χαρτιά και καλαμάρια και πέννες. Τα κορίτσια εγελούσαν. Ήσαν και αυτά φαιδρά και καλοκάγαθα, σεμνά της καλής μητρός αποτυπώματα. — Εσένα... εξηκολούθει η Γερακούλα... — Πόσες θυγατέρες έχεις, θα πω; διέκοπτεν η μικροτέρα, φαιδροτέρα και ξανθοτέρα. — Εσένα, Φανιώ μου, έλεγε προς την τελευταίαν, εσένα θα σου δώσω γιατρό! — Ω! έκαμναν θόρυβον αι άλλαι, ζηλεύουσαι τάχα.

Μας ήλθεν επιθυμία διά να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν.

Άλλοι με λευκάς σινδόνας εσκέπαζον τα προς πώλησιν αθύρματα, ως να τα εσαβάνοναν, και άλλοι εισεκόμιζον τας τράπεζας των εις τα εγγύς εμπορικά. Οι έμποροι, απηλπισμένοι συνέκρουον τας χείρας των ως οι σταφιδοκτήμονες, βραχείσης της σταφίδος. Οι υπάλληλοί των εγελούσαν σκαστά.

Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανή χρήσιμος εις την επαρχίαν του. Αφού έπιον διπλούς καφέδες κ' εδέχθησαν προσρήσεις οι πέντε υποψήφιοι, μετέβησαν, ως είπομεν, έκαστος προς επίσκεψιν των φίλων.

Οι κόλακες εγελούσαν με αρκετήν διάθεσιν. Η Τριπέττα, ωχρά ωσάν μια αποθαμένη, επροχώρησε προς την έδραν του βασιλέως, και γονατισμένη στα πόδια του τον παρεκάλεσε να λυπηθή τον φίλον της. Ο τύραννος την παρετήρησε καλά επί τινας στιγμάς, προφανώς κατάπληκτος από μίαν τέτοιαν τόλμην. Εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να είπη, ούτε τι να κάμη ούτε πώς να εύρη μίαν έκφρασιν ισοδύναμον με την οργήν του.

Πού ήτο έπειτα κρυμμένη τόση χαρά; Όλοι οι συνελθόντες εγελούσαν θορυβωδώς, αλλ' η Κυρατσούλα ολίγον κατ' ολίγον εξωκειούτο με την ευφρόσυνον πραγματικότητα. Τότε ο Νικολάκης ήρξατο να διηγήται προς τους συναχθέντας ναύτας τα του ναυαγίου με όλην την τραγικότητα του συμβάντος. — Τα κύματα βουνά, έλεγε: Νύχτα, χιονιά. Από την πρύμνη δεν έβλεπες εις την πλώρη.

Ενώ, φίλε μου, ανεγινώσκοντο αυτά, τοιαύτη στενοχώρια εντροπίας με κατείχεν, ώστε με περιέλουεν ιδρώς και κατά το λεγόμενον ηυχόμην ν' ανοίξη η γη και με καταπίη. Οι άλλοι όμως εγελούσαν δι' εκάστην περικοπήν της επιστολής, μάλιστα εκείνοι οίτινες εγνώριζον τον Ετοιμοκλέα ως άνθρωπον ηλικιωμένον και θεωρούμενον σοβαρόν.

Και οι μεν άλλοι, εγελούσαν όταν εσκώπτοντο, ο Αλκιδάμας όμως, όταν ο γελωτοποιός τον έσκωψε και αυτόν και τον ωνόμασε σκυλάκι της Μάλτας, εθύμωσεήτο δε και πριν φανερόν ότι εζήλευε τον γελωτοποιόν διά την εντύπωσιν που έκανε και διότι συνεκέντρωνε την προσοχήν των συμποτώνεπέταξε τον μανδύαν του και επροκάλεσε τον γελωτοποιόν εις πυγμαχίαν. Τον εφοβέριζε δε, αν δεν εδέχετο, να τον δείρη.

Αν έλειπεν αυτή, θα τον εγελούσαν καθημερινώς· ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστόν τον κόπον του εις τα πλοία, εις το καρινάγιο ή εις τον ταρσανάν, όπου ειργάζετο ως μαραγκός ή ως καλαφάτης. Είχεν υπάρξει επί μακρόν χρόνον μαθητής και κάλφας του πατρός της, εξασκούντος την ιδίαν τέχνην. Όταν τον είδεν ο γέρων τόσον απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε, και απεφάσισε να τον κάμη γαμβρόν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν