Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η Γρηά», εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ'στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του διά να τα σβύση, κάτω εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν' αποκαώσι.
Προφανώς τον εζήλευε διότι δεν ήτο υποχρεωμένος να εργάζηται, ενώ αυτός ήτο ηναγκασμένος να πλέκη καλάθια διά να ζήση. Από καιρού εις καιρόν ο κηπουρός, διακόπτων την εργασίαν ταύτην εχασμάτο βλέπων τον κύνα. Ούτος δε απήντα διά νωθρού γαυγισμού εις τον προκλητικόν τούτον τρόπον του κυρίου του. Περιττήν θεωρούμεν πάσαν περαιτέρω σύστασιν προς τον αναγνώστην.
Ο Δημήτρης επλησίασε μετά δειλίας, φοβούμενος μήπως και ο νεκρός σηκωθή και τον αποδιώξη, εγονυπέτησε κ' εφίλησε μετά κατανύξεως το χώμα του τάφου. — Ο Θεός σχωρέσει, αδερφέ εψιθύρισε. Και ητένισε τον τάφον με βλέμμα τόσον τρυφερόν οποίον δεν έρριψε κανείς άλλος άνθρωπος επί τάφου. Ο Δημήτρης εζήλευε πολύ τον άγνωστον εκείνον ο οποίος τόρα ανεπαύετο εκεί, μακράν του κόσμου και των παθών του.
Ο Αμπού τουλάχιστον αναφέρει ότι επί των ημερών του ο ευνοούμενος των κυριών της ανωτέρας τάξεως των Αθηνών ήτο «ένας καμπούρης καταλυματίας, με πόδια γεμάτα κάλους». Ο δε Θ. Δηλιγιάννης και άλλοι σύγχρονοι διέσωσαν την χαριεστάτην ιστορίαν του μοναδικού πολεμικού επεισοδίου του, το οποίον θα εζήλευε και στρατηγός κωμειδυλλίου.
Αφού διά τόσων πλοίων, καταδρομικών και φρεγατών, δεν ηδυνήθη η Τουρκία να κρατήση εν αποκλεισμώ την επαναστατημένην νήσον και η «Ένωσις» εξηκολούθει τους πλόας της μετά τόλμης και δεξιότητος, ην θα εζήλευε και ο περίφημος Αμερικανός πλοίαρχος της «Αλαβάμας», αποφυγούσα πλείστας ενέδρας, η Τουρκία διέταξε τον Αγγλότουρκον ναύαρχον Χόβαρτ να καταδιώξη το πλοίον του Σουρμελή και εις αυτά τα ελληνικά ύδατα.
Τι θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τι να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτο — την εκαίετο. Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι' αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως κι' αν έχη, η μάνα της δεν έχει σκοπόν — δεν βαστά πλέον, δεν αντέχει — να υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερεν.
Και οι μεν άλλοι, εγελούσαν όταν εσκώπτοντο, ο Αλκιδάμας όμως, όταν ο γελωτοποιός τον έσκωψε και αυτόν και τον ωνόμασε σκυλάκι της Μάλτας, εθύμωσε — ήτο δε και πριν φανερόν ότι εζήλευε τον γελωτοποιόν διά την εντύπωσιν που έκανε και διότι συνεκέντρωνε την προσοχήν των συμποτών — επέταξε τον μανδύαν του και επροκάλεσε τον γελωτοποιόν εις πυγμαχίαν. Τον εφοβέριζε δε, αν δεν εδέχετο, να τον δείρη.
Κι' εζήλευε μαζί της σαν άγριος Οθέλλος, αλλ' όμως ο ερίφης την έπαθε 'στό τέλος, και είπε τότε μόνος «καλά κι' εγώ να πάθω, και πρέπει από τώρα και 'στό εξής να μάθω πως αν με κάθε ξύλο 'μπορεί να γίνη Γιάννης, μα κι' όποια πέτρα κόψης και μια γυναίκα κάνεις».
Ποσάκις, βλέπων εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας, οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τους επερίμενον, ενώ αυτός, δέσμιος επί του βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον!
Διό ο γέρων Χειμάρρας ως ακράτητος θαυμαστής της ανδρείας, εζήλευε τον ενωμοτάρχην, τον οποίον η περί τα τοιαύτα ζωηρά φαντασία των χωρικών παρίστανε ως μυθικόν ήρωα. Και μόλις έμαθεν ότι ούτος, άγων εις Σάλωνα τον Κάγκαλον, κατέλυσε να διανυκτερεύση εις Βουνιχώραν, έσπευσεν εκ των πρώτων να ίδη και θαυμάση αυτόν. Αλλ' ευθύς άμα επλησίασεν, όλος εκείνος ο θαυμασμός του κατέπεσεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν