United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.

Ο Βράγγης ταραχθείς, έκθαμβος, ιλιγγιών, ανεσηκώθη επί της στρωμνής του, και ήτο έτοιμος να εφορμήση προς βοήθειαν. Αλλ' η κοιτίς εφ' ης ευρίσκετο, εχωρίζετο από του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος, διά πλατείας χαράδρας, και όπως φθάση εκείσε ο Βράγγης, ώφειλε να περιγράψη ευρύν κύκλον. Ανωρθώθη και έσπευσεν, ίνα φθάση εγκαίρως, αλλ' εις μάτην.

Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε.

Νερό! Νερό! Σοφούλα, Νερό! εκραύγασεν η γραία. Αχ! Πάει το κορίτσι! Σκοτώθηκε! Τι να γένω! — Η Σοφούλα καταβάσα ταχέως από του δένδρου περίτρομος ως να έπεσε και αυτή έσπευσεν εις την κρήνην ως πτερωτή κ' εκόμισε δροσερόν ύδωρ, δι' ου η γραία περιέβρεχε το μέτωπον και τας παρειάς της Δεσποινιώς, ήτις ωχρά ως νεκρωθείσα είχεν ημικλείστους ως ημίσβεστον λυχνίαν, τους ωραίους οφθαλμούς της.

Εγώ επάνω εις αυτό εταράχθηκα ολίγον και ο Διονυσόδωρος επωφελούμενος της ταραχής μου έσπευσεν αμέσως να είπη: Αφού λοιπόν επιθυμείτε να μην είναι πλέον ο Κλεινίας εκείνο που είναι τώρα, πάει να πη, καθώς φαίνεται, πως επιθυμείτε να μην είναι ζωντανός; Να, μα την αλήθεια, φίλοι μια φορά και ερασταί, που πρώτ' απ' όλα επιθυμούν τον θάνατον του αγαπημένου των!

Είχεν επανακλείσει τους οφθαλμούς και σχεδόν απεκοιμήθη ήδη. Αλλ' εκ του ληθάργου τούτου έμελλε να τον αποσπάση η διάτορος φωνή του Γύφτου. Ούτος ηκούσθη κράξας μεγαλοφώνως. — Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά, να την φθάσωμε! Ο Βούγκος ανετινάχθη δι' ηλεκτρικού κινήματος, και αναπηδήσας ωρθώθη, χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. Ήκουσε μόνον βήματα και φωνάς ανθρώπων, και έσπευσεν εις την θύραν.

Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα. Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.

Έσπευσεν αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν. — Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου επίσης.

Η αδελφή Σιξτίνα ουδ' εφαντάσθη να παραβή την διαταγήν ταύτην. Κατ' αρχάς εσκέφθη να κρυβή υπό την κλίνην της Αϊμάς, αλλ' είτα ενόησεν ότι τούτο θα ήτο ανωφελές διότι, αφού η ηγουμένη είχεν υποψίας, ευκόλως έμελλε να την ανακαλύψη, και τούτο θα ήτο το χείριστον. Όθεν έσπευσεν ανδρείως εις την θύραν και ήνοιξεν. Εισήλθεν η ηγουμένη. Ήτο γυνή πεντηκοντούτις, υψηλή, λευκή και κάτωχρος.

Αίφνης όμως, προς τ' αριστερά, είδε πράγμα τι υψηλόν και φαιόν, ακίνητον, συγχεόμενον με την τεφράν όψιν του ορίζοντος. Η Μάρω άνευ δισταγμού έσπευσεν εκεί όσον ηδύνατο ταχύτερον, εκ φόβου μήπως την καταλάβη το σκότος. — Γιατί δεν πάμ' εμπρός, Μάρω μου; ηρώτησεν ο Γιάννος, εννοήσας την λοξοδρόμησιν.