United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς δεν μπορούμε να τον διώξωμε. — Να τον διώξωμε όχι· ο Θεός να μας φυλάη μονάχα. . . . Ο Δημήτρης τα ήκουεν όλα κ' εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών. Καθ' όλην την νύκτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Και την πρωίαν ευρέθη μ' ένα πυρετόν τόσο σφοδρόν ώστε αν και ήθελε ν' απέλθη της καλύβας ευθύς, πριν ίδη εκδηλουμένην την δυσαρέσκειαν των φίλων του, δεν ηδυνήθη να κινηθή της στρωμνής του.

Ήτον ημέρα Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, και η γρηά Παντελού, επιστρέψασα εκ της λειτουργίας, όπου είχεν ακούσει «ταις γεννεαίς δεκατέσσαρες», ανέβη εις την οικίαν. Η ασθενής ανέκειτο επί της στρωμνής παρά την εστίαν, και η μικρά Αικατερίνη καθημένη παρά το προσκέφαλόν της τής εκράτει την χείρα.

Αλήθεια; ηρώτησεν ο Δημήτρης, κάπως δυσπίστως. — 'Σ το Χριστό που πιστεύομε· είπεν ο ζωέμπορος μετά πειστικότητος. — Και θα διαβασθή το συχώριοτα χωριό; — Ναι· αν θες πάμε μαζί ως εκεί. — Όχι, δεν μπορώ. Και ο Δημήτρης, επανέπεσεν εξηντλημένος επί της χλοεράς στρωμνής του.

Κάποτε έπιπτεν εξηντλημένος επί της στρωμνής του, προσεπάθει να κοιμηθή ολίγον, αφίνων δι' αύριον την σκέψιν, αλλά μόλις έκλειε τους οφθαλμούς και η εικών της πρωίας με τας μεγάλας ερυθράς φλόγας των μαύρων λαμπάδων, τα ωχρά πρόσωπα των χωρικών, τα πιναρά των ιερέων και άνωθεν τον κατάμαυρον ουρανόν, απαίσιον πλαίσιον απαισιωτέρας εικόνος, παρουσιάζετο προ αυτού φοβερωτέρα.

Εκεί έστησαν οι ερασταί την εστίαν των, δαπανήσαντες την μικράν αυτών περιουσίαν εις αγοράν παχείας στρώμνης, μακρού οβελού, χάλκινης χύτρας, στάμνου ελαίου, δύο αιγών, δέκα ορνίθων και μεγάλου σκύλου, ίνα φυλάττη πάντα ταύτα· τα δε προς σωτηρίαν της ψυχής των αναγκαία σκεύη, την μάστιγα, την κεφαλήν νεκρού και το καλόν παράδειγμα έλαβον δωρεάν εκ της κληρονομίας του μακαρίτου.

Ότε την επιούσαν, πριν έτι εξημερώση, ήνοιξε τας αγκάλας, ίνα την φίλην του περιπτυχθή, αντ' αυτής ενηγκαλίσθη μόνον τα άχυρα της στρώμνης του. Αναπηδήσας μετά τρόμου εξέτεινε τους βραχίονας και εψηλάφησε τα σκότη, ως ο τυφλωθείς Πολύφημος ζητών τον Οδυσσέα.

Η κατσίκα, ολιγώτερον ευτυχεστέρα της γυναικός, της οποίας την κλίνην τριγυρίζουν οι συγγενείς και ο σύζυγος, όστις είνε εκεί ίνα εμπνεύση το θάρρος, η κατσίκα μόνη, άνευ συγγενών, άνευ φίλων, επί της στρωμνής της, ενίοτε κατάχαμα, εις το σκότος τεκνοποιεί.

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον.

Ο Δημήτρης τους εμιμήθη αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως.

Είχε δε ανακαθίσει επί της πενιχράς στρωμνής και έξεεν αμφοτέρας τας μασχάλας, λέγουσα·Τι είνε τάχα; Τι είνε; Αλλ' ουδείς ηυκαίρει όπως απαντήση προς αυτήν. Έκαστος απησχολείτο περί της ιδίας αυτού φροντίδος. Οι εκτός της θύρας εφαίνοντο ότι είχον αρχίσει ν' ανησυχώσι.