United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . . καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε τας διασκεδάσεις των.

Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας, γυναικός!

Εκεί επάτεις επί παχείας χλόης, υπό την οποίαν δεν είξευρες πάντοτε, αν υπήρχε στερεά γη. Και εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον, αλλ' ενόμιζες τούτο ευτυχίαν σου, διότι εφαντάζεσο πάντοτε, ότι έτρεχες να κόψης ίτσια δι' εκείνην. Και όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπον τρεμοσβύνοντα κάτω εις τον πυθμένα.

Τη δ' επαύριον όμως, πρωί-πρωί, έλαμπεν η μαρμαρίνη πόλις ως νεόλουστος παρθένος του Φαλήρου, λευκή-κατάλευκος. Τα δένδρα των οδών, αποτιναχθέντα από της παχείας των κόνεως, εδροσοβολούσαν με τα καταπράσινα φύλλα των.

Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσαις και καρδιαίς, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος, φροντίσας να γεμίση εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν.

Ο Θανάσης ο Τσιρογεώργης προσέφερεν οίνον και στραγάλια εις τους επισκέπτας, ο δε Λάμπρος του έδωσε παχείας υποσχέσεις δι' οιανδήποτε απαίτησιν και αν είχεν από τον μέλλοντα βουλευτήν, όστις ήτο σίγουρος «με το παραπάνω» και τον περικάλεσε να περάση από το γραφείον του, όσον είνε το εκλογικόν κέντρον, διά να τα ειπούν καλλίτερα.

Εκεί έστησαν οι ερασταί την εστίαν των, δαπανήσαντες την μικράν αυτών περιουσίαν εις αγοράν παχείας στρώμνης, μακρού οβελού, χάλκινης χύτρας, στάμνου ελαίου, δύο αιγών, δέκα ορνίθων και μεγάλου σκύλου, ίνα φυλάττη πάντα ταύτα· τα δε προς σωτηρίαν της ψυχής των αναγκαία σκεύη, την μάστιγα, την κεφαλήν νεκρού και το καλόν παράδειγμα έλαβον δωρεάν εκ της κληρονομίας του μακαρίτου.

Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου! Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του σκοτεινού εκείνου βαράθρου.

Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου. — Περίεργος όρεξις! — Σε παρακαλώ . .. . — Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις; — Δος μου πενήντα . — Ιδού. Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας τρυφεράς και ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.

Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: — Μη γυρίσης!