United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τον θάνατον του Τριμπούκη περί το 1745 κατέκτησε τον Βάλτον και τ' Άγραφα. Πρωτοπαλλήκαρα αυτού υπήρξαν ο Μπουκουβάλας, όστις έλαβε παρ' αυτού το αρματωλίκιον των Αγράφων, ο Στουρνάρης προς ον απένειμε το του Ασπροποτάμου, ο Αλέξης Καρακίτζος, όστις κατέσχε το του Καρπενησίου, και ο Κοντογιάννης λαχών το της Υπάτης. Ο υιός αυτού Ιωάννης διέπρεψε κατά την επανάστασιν των 1769.

Εκεί επάτεις επί παχείας χλόης, υπό την οποίαν δεν είξευρες πάντοτε, αν υπήρχε στερεά γη. Και εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον, αλλ' ενόμιζες τούτο ευτυχίαν σου, διότι εφαντάζεσο πάντοτε, ότι έτρεχες να κόψης ίτσια δι' εκείνην. Και όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπον τρεμοσβύνοντα κάτω εις τον πυθμένα.

Διευθύνθη λοιπόν εναντίον αυτού· αλλ' επειδή με μικράν προσβολήν εκλείσθησαν οι περί τον Σταμούλην, ο Καραϊσκάκης μη έχων σκοπόν να αργοπορήση εις πολιορκίαν και νομίζων τα τοιαύτα πάρεργα ως προς τον οποίον είχε σκοπόν, ανεχώρησε και διέβη εις Βάλτον, συγχωρήσας εις τους στρατιώτας του να διαρπάσωσι τα καθ' οδόν χωρία των Αγράφων.

Την τρίτην επέρασαν δύο άγριαι χήνες, αι οποίαι προ ολίγου μόνον είχαν έβγει από το αυγόν, και ήσαν ζωηραί και εύθυμοι. — Άκουσε μικρέ! είπεν εις το παπί μία εξ αυτών. Είσαι τόσον άσχημος ώστε μου αρέσεις. Έλα να ταξειδεύσωμεν μαζή. Εδώ κοντά, εις ένα άλλον βάλτον, είναι μερικαί νόστιμοι χηνοπούλαι ανύπανδροι. Έλα και ίσως εύρης την τύχην σου, αν και δεν είσαι εύμορφος.

Με φεύγουν και αυτά διότι είμαι άσχημον, είπε το παπί, και έκλεισε τα μάτια του και επέταξε να φύγη ακόμη μακρύτερα, και έφθασεν εις ένα βάλτον, όπου εκατοικούσαν αγριόπαπιαι. Εκεί επέρασεν όλην την νύκτα κουρασμένον και καταλυπημένον. Την αυγήν αι αγριόπαπιαι εξύπνησαν και είδαν τον νέον σύντροφόν των. — Τι μέρος λόγου είσαι, το ηρώττησαν.

Κυνηγοί είχαν περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί! Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του.

Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.

Όταν έφθασεν εις Βάλτον, έμαθεν ότι ο Δημήτρης Γώγου αποκλείσας εις έν στενόν πολλάς οικογενείας Βαλτινών, οι οποίοι δεν ήθελον να υποκύψωσιν εις τους εχθρούς, τους έλαβεν υπό την εξουσίαν του. Κινηθείς λοιπόν εναντίον αυτού, τας μεν οικογενείας τας ελευθέρωσε, τους δε περί τον Γώγον εκυνήγησεν.