United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.

Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα. — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την κεφαλήν του Βινικίου. Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του. Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.

Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.

Και αρπάσας διά των δύο χειρών του τας τρίχας των κροτάφων του, περιεμαζεύθη, ως άνθρωπος αισθανόμενος εις τα εντόσθιά του διαπερώντα τον σίδηρον δόρατος και με φωνήν βραχνήν και τραχείαν ερρόγχασε: «Χριστέ μου, έχω πίστιν! Έχω πίστιν! . . . Χριστέ . . . κάμε το θαύμα Σου». Και δεν ησθάνθη ότι την ιδίαν στιγμήν ο Πετρώνιος του εκάλυψε την κεφαλήν με την τήβεννόν του.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.

Ο λαός διψά εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν. Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός.

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Εκτός τούτου τα εχρειάζοντο διά τους Άραβας ή μάλλον ανήκον όλα εις τον πατέρα του. Και αντί τόρα να ακολουθή όπισθεν του Ανθυπάτου επροπορεύετο με βήμα γοργόν. Κατόπιν παρεμέρησε προς τον τοίχον τον οποίον εκάλυπτε με την τήβεννόν του και με τους δύο τους αγκώνας χωριστά ενώ η κεφαλή του εξείχεν υπεράνω μιας θύρας. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε την θύραν και ηρώτησε να μάθη τι περιέκλειε.

Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις. Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να ομιλήση. — Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος. Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με βροντώδη φωνήν: — Πολίται!

Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά τους πόδας του, ο Καίσαρ. Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε παχυνθή απαισθητώς.