United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς ο θαυματοποιός άρχιζε μια νέα μελωδία, ο Τριστάνος του μίλησε ως εξής: «Πατριώτη, πολύ ωραίο είναι το τραγούδι. Γλυκός ο σκοπός του, και γλυκά τα λόγια. Τώκαναν τον παληό καιρό οι αρχαίοι Βρεττανοί για να υμνήσουν τον έρωτα της Γρηλέντας. Πατριώτη, η φωνή σου είναι ωραία, τραγούδησε το καλά με την άρπα».

Φουστανέλα ολόλεφκη σεμνά τη λυγερή του μέση θα συσφίγκη. Λεβέντικη φλοκάτα τις διάπλατές του πλάτες θα σκεπάζη. Θα λαλή. Χρυσάφια νάματα θα ρέη το μαγικό του στόμα. Θα ψάλη. Δε θάχη συνηθισμένον τόνο το τραγούδι του. Κοινόν ήχο η φωνή του δε θάχη. Ροδόσταμα πεντάγλυκο το τραγούδι του θα ρέη. Θα χύνεται αγγέλου μελωδία η φωνή του. Θάνε αηδονολάλημα ουράνιο. Τρισάγια θάνε μουσική.

Οι κυράδες ενθουσιάστηκαν με την ιδέα, και η Σεραφεία πήγε να δει τι θα βρει, γυρίζοντας σε λίγο φορτωμένη με δυο διαφορετικά είδη φλάουτων και με ένα ταμπουρίνο. Ο κάθε Δερβίσης πήρε το όργανο που προτιμούσε, και άρχισαν να παίζουν μια γνωστή μελωδία, ενώ οι κυράδες τραγούδησαν τα λόγια του τραγουδιού.

Ξαφνικά, από τα μισοανοιγμένα τζάμια του παραθύρου όπου έπαιζαν η ακτίνες του φεγγαριού, μπήκε η φωνή ενός αηδονιού. Η Ιζόλδη άκουγε την καθαρή και γλυκειά φωνή που ερχότανε να μαγέψη τη νύχτα, κ' η φωνή ανέβαινε παραπονετικήτόσο γλυκειά που καμμιά σκληρή καρδιά, ούτε φονηά καρδιά δε θα μπορούσε να την ακούση δίχως να συγκινηθή. «Από που νάρχεται αυτή η μελωδία;...» σκέφτηκε η Βασίλισσα.

Λοιπόν αυτής πάλιν της διασκεδάσεως αρχή είναι το να συνηθίζη κατά φύσιν να πηδά έκαστον ζώον, ο δε άνθρωπος, καθώς είπαμεν, αποκτήσας αίσθησιν του ρυθμού εδημιούργησε τον χορόν, επειδή δε η μελωδία ενθύμιζε και διήγειρε τον ρυθμόν, ενώθησαν μεταξύ των και εγέννησαν την χορωδίαν και την διασκέδασιν. Πολύ ορθά.

Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν: — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο! Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή: «Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν». — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος ήσυχον.

Οι δύο φίλοι μου παρίσταντο ενώπιον μου ως σκελετοί κινούμενοι, σκελετοί ζώντες, σκελετοί τρώγοντες και πίνοντες. Αποτρόπαιον θέαμα! Προ ώρας ήρξατο η μελωδία της πανηγύρεως. Αλλ' εγώ δεν ήκουον πλέον.

Και οι μεν θλιβεροί παλμοί των καρδιών μας ήσαν οι νεκρώσιμοι της κηδείας τυμπανισμοί, ο δε θρήνος των παρακολουθούντων ήτο η κατανυκτική μελωδία, δι' ης του παραδείσου αι πύλαι ηνοίγοντο εις την ψυχήν του Γεροστάθου. Τοιαύτας κηδείας μόνον οι ενάρετοι, οι φιλάνθρωποι, και οι φιλοπάτριδες απολαμβάνουν επί της γης, ενώ αι ψυχαί των αγαλλόμεναι αναβαίνουν εις τους ουρανούς.

Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμόποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωήνάνε ο καιρόςνάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;

Είμαι βέβαιος ότι θα γοητευθής εις τοιούτον βαθμόν, ώστε θα λησμονήσης και πατρίδα και συγγενείς• και αν ακόμη φράξης με κηρόν τα ώτα, και διά του κηρού θα εισδύση εις την ακοήν σου η μελωδία. Τοιούτον είνε το άσμα αυτής και τόσα πολλά θέλγητρα έχει, ώστε σου εμπνέει την ιδέαν ότι την εδίδαξαν αι Μούσαι.