United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κύριος δημοτικός σύμβουλος μ' αρώτησεν αν γνωρίζω ολίγην κηπουρικήν, και αφού του είπα πως αυτή είνε η δουλειά μου, μ' έβαλε σ' ένα αμάξι και με έφερεν εις το αντικρυνό καφφενείον η «Ματαιότης». Εκεί εφώναξεν ένα παπά και ένα φουστανελά, μ' εσύστησεν εις αυτούς, μου είπε πως η υπόθεσίς μου είνε τελειωμένη, πως θα έχω εξήντα δραχμάς τον μήνα, ίσως και τυχερά, και να υπάγω αύριον το πρωι ν' αναλάβω τα καθήκοντά μου κηπουρού.

Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδικό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το Ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Φουστανέλα ολόλεφκη σεμνά τη λυγερή του μέση θα συσφίγκη. Λεβέντικη φλοκάτα τις διάπλατές του πλάτες θα σκεπάζη. Θα λαλή. Χρυσάφια νάματα θα ρέη το μαγικό του στόμα. Θα ψάλη. Δε θάχη συνηθισμένον τόνο το τραγούδι του. Κοινόν ήχο η φωνή του δε θάχη. Ροδόσταμα πεντάγλυκο το τραγούδι του θα ρέη. Θα χύνεται αγγέλου μελωδία η φωνή του. Θάνε αηδονολάλημα ουράνιο. Τρισάγια θάνε μουσική.

Εχτύπησε στα πλάγια του γκρα κι άφησε μεταλικόν ήχο η σουβλερή ξιφοθήκη, ανεμίζοντας πέρα δώθε τη λερή φουστανέλα του Σκοπού. Ο γκρας με βιασύνη σηκώθηκε κι αφτός πάνου στον πλατύν ώμο του έβζωνα, από τη γη χάμου, οπαναπαβόταν ακουμπισμένος