United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν εφούσκωνε καλά την παραδαρμένη του, εξεζωνόταν τη φουστανέλα του, κ' έγερνε σε καμιά λάκα ανάσκελα. Άνοιγε το στόμα στον ήλιο σα λουρίτης, κι αγκομάχαε από το πολύ πρήσιμο. Μα όσο να τον τρέφουν, παιδιά μου, οι γονήδες του τον καθένανε, έρχεται, καιρός που τους χάνει. Κ' είνε πια πρεπειό του κι ανάγκη του, να ξεδουλέψη κι ατός του το ψωμάκι του. Μην ψοφήση από την πείνα, σα μολεμένο κουτάβι.

Έτσι ήρθε καιρός, που κι ο δικός μας ο φιλαράκος έχασε από τον κόσμο τους γονήδες του. Έχασε από το ράφι το καρβέλι· κι απ τη λαγήνα τα λουκάνικα· κι από τ' ασκάκι τα τυροψίχαλα. Όλα τάχασε. Αν ήταν τεμπέλης, ήταν ξυπνητός όμως, να ειπούμε τη μάβρη αλήθεια. Τι να κάμη, τι να κάμη· συλλογιζότανε.

Επειδή είταν ώμορφη, τίμια και νοικοκυρά, πολλοί πολλές φορές τη γύρεψαν να την πάρουν, αλλ' αυτή δε θέλησε ν' ακούση για δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα και παρηγορούσε την ερημιά της, μ' ένα γράμμα, μοναχό γράμμα, που είχε στείλη ο Κώστας στους γονήδες του, άμα έφτασε στα Ξένα.