United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σβάντε γυρνούσε γύρω μόνος και σιωπηλός, πήγαινε με τη βάρκα στο αντικρυνό ακρογιάλι και διηγότανε στις μικρές φιλενάδες του εκεί πως ο μικρός αδερφός είτανε βαριά άρρωστος και πως στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε μια νοσοκόμα, για να μπορή η γυναίκα μου ναναπαύεται τη νύχτα. Αυτό δεν έγινε χωρίς μεγάλη αντίσταση από μέρος της Έλσας.

Ο κύριος δημοτικός σύμβουλος μ' αρώτησεν αν γνωρίζω ολίγην κηπουρικήν, και αφού του είπα πως αυτή είνε η δουλειά μου, μ' έβαλε σ' ένα αμάξι και με έφερεν εις το αντικρυνό καφφενείον η «Ματαιότης». Εκεί εφώναξεν ένα παπά και ένα φουστανελά, μ' εσύστησεν εις αυτούς, μου είπε πως η υπόθεσίς μου είνε τελειωμένη, πως θα έχω εξήντα δραχμάς τον μήνα, ίσως και τυχερά, και να υπάγω αύριον το πρωι ν' αναλάβω τα καθήκοντά μου κηπουρού.

Απάνω στο μεγάλο τραπέζι, σκεπασμένο με μαύρη χνουδωτή τσόχα, ο μεγάλος δίσκος με τα ποτηράκια με τις μαστίχες από τον αντικρυνό μπακάλη, άστραφτε και πεντοβολούσε στα μεγάλα φωτεινά τετράγωνα που άπλονε ο ήλιος, περνώντας από τα κλειστά γυαλοπαράθυρα.

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Ένα βράδυ το γεμάτο φεγγάρι πρόβαλε από τον αντικρυνό λόφο. Υψώθηκε ανάμεσα απ' τις ψηλές λεύκες κ' ύστερα σταμάτησε καταμεσής τουρανού και καθρεφτιζότανε μες στα νερά της λίμνης. Τότε ο γέροφιλόσοφος ξεπρόβαλε απ' το ψηλό αψιδωτό παραθύρι. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στα λευκά του μαλλιά, στο πλατύ του μέτωπο, στα μακρυά χιονισμένα του γένεια και γλύστρησε ως την ψυχή του.

Φαίνονται να χαίρουνται για τον ερχομό μου, φαίνονται πως στολίστηκαν για μένα. Μπροστά στα μάτια μου τόρα, που σου γράφω, έχω μια χαριτωμένη αγροτική ζωγραφιά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Από την πλατεία κάτω με κοιτάζουνμε κοιτάζουν; όχι, η λέξη δε λέει τίποτε, με κατατρώγουν με τα μάτια, ήθελα να πω, ένα σωρό επαρχιώτες, καθισμένοι στ' αντικρυνό καφενείο.

Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε σιγάσιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του, έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με χαμώγελο και περιφρόνησι.

Δεν τη βλέπω την κερά μας απόψε στο μαγερειό. Δυο και μοναχές παραστέκουνται στις φουβούδες, η γριά η παρακόρη, και το δεύτερό τους κορίτσι. Το μεγαλήτερο το κορίτσι τους θα το βρούμε απάνω, στ' αγαπητά της παράθυρα. Η γριά η παρακόρη που βλέπεις, είναι τώρα χρόνια που ήρθε σ' αυτό το σπίτι από αντικρυνό χωριουδάκι. Πρέπει να είδε κ' έπαθε πολλά στον καιρό της.

Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως.

Αγνάντια μου ένα εκκλησιδάκι κατάκορφα στον αντικρυνό βράχο, άσπριζε φανταστικά, κι ο μετάλλινος σταυρός του ψηλά, άσπριζε φανταστικώτερα στο φως του φεγγαριού. Κι ανάμεσα στ' άγριο εκείνο στένωμα των βράχων και των σπηλιών σιγαλιά θανάτου κι ανυπαρξίας, κι ύπνου βαθύτατου. Καμμιά πνοή, καμμιά ανάσα, καμμιά ζωή ολόγυρα, μονάχα ένας γρύλλος τρυπωμένος εκεί κοντά μου, έτριζε ακούραστα και μονότονα.