United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα και κοσμικά πανηγυρίσματα έγιναν πάμπολλα, και μάλιστα ιπποδρομικοί αγώνες. Κι απάνω στους αγώνες αυτούς ξεκίνησε συνοδία στρατιώτες φορεμένοι μακρινές χλαμύδες και κρατώντας λευκές λαμπάδες, κ' έφεραν τον αδριάντα του Κωσταντίνου στο Ιπποδρόμιο. Γονάτισε τότες ο λαός και τον προσκύνησε τον αδριάντα. Αυτό είναι το καλλιτέχνημα που στήθηκε κατόπι απάνω στην πορφυρόλιθη την κολώνα.

Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Κάτω από τα παράθυρά μας τα κύματα κυλούσαν απάνω στις πέτρες κι όσο μακριά έφτανε το μάτι, έβλεπε μόνο τις λευκές κορφές απάνω στη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τα μικρά βραχόνησα, που γύρω τους σπάζανε τα κύματα. Σαν καταρράχτες από λευκό αφρό ορθωνόντανε ψηλά τα κύματα, σπρωγμένα από το βάρος ολάκερης της θάλασσας, που τα στρύμωχνε από τη δύση.

Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα: — Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Αποκεί πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του. Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύν αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα.

Μα ένα καινούργιο φύτρολέει το παραμύθιέσκασε ένα δειλινό και πρόβαλε ανάμεσα από τη μαλακή χλόη. Ήταν μια μικρούλα λεύκα που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Και όταν μεγάλωσε κ' εψήλωσε, μονάχη της ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, οι άλλες λεύκες και τα σπάρτα και οι καλαμιές και τα χαμολούλουδα την κύτταξαν παράξενα.

Τα γεράκια, με τα αστραφτερά σαν το μαχαίρι φτερά τους, περνούσαν κρώζοντας, η Ορτομπένε, πόλη χτισμένη από νουράγκι, απλωνόταν απέναντι από τις λευκές επάλξεις της Ολιένα κι ανάμεσα στη μια και στην άλλη έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα ο καθεδρικός ναός του Νούορο. Ο Έφις περπατούσε και ο πυρετός του θόλωνε τα μάτια.

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.