United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγε ακόμα πως ο Προφήτης, που ήξερε όλα τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος κι' όλα ταπόκρυφα του Θεού, μιλούσε, με ωραία και σοφά λόγια, στα πλήθη του κόσμου. Μιλούσε για τη Ζωή, για το Θάνατο και για την Αγάπη. Τα λόγια κυλούσαν απ' τα χείλη του γλυκά σαν το μέλι. Η φωνή του ξεπερνούσε το πιο γλυκό τραγούδι.

Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385την μιατην άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη, η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναντην κατοικιά του Αιγίσθου. κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390 σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν, κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση• αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον, όπως την είχε ζωντανόςτα λυγερά του μέλη. άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395 κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου; μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας, σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400 ή εχθροίτην γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι να πάρης και τα θηλυκά να σύρηςτην δουλεία

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Κάτω από τα παράθυρά μας τα κύματα κυλούσαν απάνω στις πέτρες κι όσο μακριά έφτανε το μάτι, έβλεπε μόνο τις λευκές κορφές απάνω στη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τα μικρά βραχόνησα, που γύρω τους σπάζανε τα κύματα. Σαν καταρράχτες από λευκό αφρό ορθωνόντανε ψηλά τα κύματα, σπρωγμένα από το βάρος ολάκερης της θάλασσας, που τα στρύμωχνε από τη δύση.

Η Μαρία έσκυβε τότε τα μεγάλα της μάτια και πότιζε με δάκρυα το χορτάρι. Και μόνον αυτά δεν έβλεπε ο Πέτρος, γιατί κυλούσαν σιγά και μυστικά στο χώμα. Τα μάτια του Πέτρου ήτανε πάντα γλυκά βασιλεμένα. Κι' ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά κι' αγάπη που δεν την ήξερε.

Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.

Κρεμασιές ορμητικές που γκρεμίζουνταν από τις χαμένες κορυφές των βουνών ψηλά μέσα στα κατάμαυρα σύγνεφα, κυλούσαν λιθάρια ριζιμιά και νερό αφρισμένο με γοργάδα αστραπής, με θόρυβο ουρανοβροντής.

Ας μην οργώσουμε, ας πεθάνουμε μεις, ας πάμε κατά διαόλου μάννα, η γις τ' ανάσκελα είνε, μονάχα το παιδί μου, κυρ γιατρέ, να γλυτώσης, το παιδάκι μου, κυρ γιατρέ!... Και τα μάτια της κοκκίνησαν και δάκρια κυλούσαν στα χλωμά μάγουλά της. Ο άντρας της, στο πλάι της απόμεινε πάντα αμίλητος και πιο στενοχωρημένος.