Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο και θέλω να κοιμηθώ για πάντα σιμά σου. Η βασιλοπούλα δεν αποκρίθηκε. Γύρισε και είδε τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της, που τάχαν μαράνει τα δάκρυά της. Και τότε την έπιασε ένα παράπονο κ' έκλεισε το παράθυρό της. Δεν είχε πια τριαντάφυλλα και κρίνα να χαρίση στον αγαπημένο της.
Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.
Άνοιγαν και τις παλιοκασέλες, τις ανάδεβαν έβγαναν μέσαθε κουρέλια των καταδίκων τα παλιοπουκάμισα, μην είχαν κ' εκεί στον πάτο μαχαίρια. Έψαχαν και τις σκουροφουφούδες μέσα. Έψαχαν και τα παλιοστρώματα, μην τάχαν μέσα στα άχυρα χωμένα. Ολούθ' έψαχαν.
Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομμένα τ' αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες.
Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.
Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύοντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομμένα τ' αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες.
Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφος μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.
Αχ, αυτές οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’ απ’ όλο αυτό το κακό ; Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα ! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει ! ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’ το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγε—Δεν μπορούσε να βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά : κι αν πέθαινε η Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη;-κ' έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν