Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Κάνει χρεία εξαναείπεν ο Αμπτούλ να σου δέσω τα μάτια, και να σε φέρω εκεί που είνε ο θησαυρός με το κεφάλι ξέσκεπον, και εγώ με ένα σπαθί εις το χέρι έτοιμος διά να σου κόψω το κεφάλι, ανίσως και ήθελες βιάσει τους νόμους της φιλοξενίας, και ξεσκεπάσης τους οφθαλμούς σου· και τούτο όλον το κάνω, επειδή και δεν ημπορώ να αποφασίσω να αποστείλω ένα μου ξένον συγχισμένον πως δεν τον υπήκουσα.
Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.
— Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!
Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατώρθωσε ν' αυτοσχεδιάση μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον: Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα, Να μη σε δέσω πέρα 'κέ να στέκης σαν το χτήμα .
Έβαλα εις την ρίζαν τούτου του δένδρου δύο πέτρες ψηλές, επάνω εις τες οποίες ανεβαίνοντας, εσήκωσα τα χέριά μου διά να δέσω την θηλιάν εις εκείνο το χοντρόν κλωνάρι, και δένοντάς την τήν επέρασα εις τον λαιμόν μου, αλείφοντάς την καλά με σαπούνι διά να γλυστρήση να μην τυραννηθώ πολύ· έπειτα ερρίχθηκα από τες πέτρες και έμεινα κρεμασμένος.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.
Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...» Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα.
Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδικό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το Ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.
Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε• «Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350 αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι• εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;» Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• «Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355 το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν