United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.

Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . . Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη. Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα.

Έχετ' αιθέρα -είπε με μια φωνή βραχνή σα ραϊσμένο πιθάρι- Έσταξε λίγο αιθέρα μες το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν εκεί δα από πρωτύτερα που τόχε φέρει η Λιόλια και προσπάθησε να της δώσει να πιή, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. -Δεν καταπίνει !-Ένα κουταλάκι μικρή!-και της έρριξε από λίγο μες το στόμα.-Έχει κτυπήσει και στο κεφάλι, είπε, δείχνοντας ένα πρασινωπό καρύδι πούχε φανή άξαφνα, λίγο αιματωμένο, απάνω απ' ταριστερό μηλίγγι της. Βάλ’ ένα παννάκι βρεμμένο εδώ πάνω !-έγνεψε της Λιόλιας.

Κάλια μαζί μου να μισείς όπιον μισεί κι' εμένα. 615 Το τι είπα οι φίλοι εδώ ας του πουν· και κάλια εσύ να μείνεις 617 μ' εμάς εδώ να κοιμηθείς, κι' η χαραβγή σα φέξει, τα λέμε, εδώ αν θα μείνουμε ή πρέπει να τραβάμεΈτσι είπε, κι' έγνεψε άφωνα στον Πάτροκλο να στρώσει 620 του γέρου στρώμα αφρόμαλλο, για να σκεφτούνε οι άλλοι να παν μιαν ώρα αρχύτερα οχ την καλύβα πίσω.

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.

Ο μελαχροινός κύριος ευχαρίστησε τη γυναίκα μ' ένα γλυκό χαμόγελο, έφερε τους μενεξέδες στα χείλη του με μια βαθειάν αναπνοή που έμοιαζε σαν αναστεναγμός κ' έπειτα τους έβαλε με προσοχή στην κουμπότρυπά του. Στο στρίψιμο του δρόμου η γυναικούλα έγνεψε στον οδηγό.

Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...» Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα.