United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Καρολίνα αισθάνομαι ότι δεν θα ήθελε να με χάση, και τα παιδιά δεν έχουν άλλη σκέψη παρά πότε θα ξανάρθω κάθε πρωί. Σήμερα επήγα εκεί, για να κουρδίσω το πιάνο της Καρολίνας, δεν μπόρεσα όμως να το κουρδίσω γιατί τα μικρά με επαίδευαν να τους ειπώ παραμύθι, και η ίδια η Καρολίνα είπε πως έπρεπε να κάμω τη θέλησή τους.

Μη, Νίκο. Φοβάμαι. Νάξερες πως φοβάμαι. Θέλω να γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο. Άφισέ με να γυρίσω. ΝΙΚΟΣΕίσαι ανόητη, Δώρα. Τι λόγια είναι αυτά που λες; Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑΌχι Νίκο, να χαρής, μη με βιάζης. Αύριο πάλι. Αύριο θα ξανάρθω σου το ορκίζομαι. Άφισέ με να γυρίσω τώρα. ΝΙΚΟΣΩραία! Αύριο. Ακόμα δε κάναμε δυο βήματα, δεν είπαμε τίποτα και θέλεις να γυρίσης. Κι' αύριο πάλι τα ίδια.

Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.

Ω κυρά μου, είπε εκείνος, «πώς θες να σας αφήσω στην κατάσταση που βρίσκομαι; Τι με το κρασί που ήπια και με την ευχαρίστηση του να σας βλέπω, δεν θα βρω τον δρόμο για το σπίτι μου. Άστε με να μείνω εδώ μέχρι το πρωί, και όταν ξανάρθω στα καλά μου, θα φύγω όποτε θέλετεΆσε τον να μείνει είπε η Αμινά, που και πριν του είχε φερθεί φιλικά. Είναι δίκαιο, μια που μας διασκέδασε τόσο πολύ.

Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελλοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανώλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι: — Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, αι; Κεγώ το φοβήθηκα. Αι, μωρέ παιδιά, κακά πούνε στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό!

Φάτε, πιέτε, κοιμηθήτε, του είπε, και η παναγία της Ατόσσας, και ο αφέντης μας ο Άης-Αντώνης της Πάδοβας, και ο αφέντης μας ο Άγιος Ιάκωβος της Κομποστέλλας ας σας προστατέψουν. Θα ξανάρθω αύριο. Ο Αγαθούλης πάντα απορώντας για τα όσα είδε, όσα υπέφερε, και ακόμα περισσότερο για το σπλάχνος της γρηάς, θέλησε να της φιλήση το χέρι. — Δεν είναι το δικό μου χέρι που πρέπει να φιλήσετε, του είπε.

Καλά, πονηρέ! — Μα είντά 'θελες; να μη μανίσω ύστερ' από τα όσα μούπ' αδερφός σου; ανεφώνησεν ο Μανώλης με αιφνιδίαν έξαψιν. — Όι, εγώ δεν είπα πως δεν είχες δίκιο. Μα το φταίξιμό 'τονε ταδερφού μου, δεν ήτονε δικό μου· κείντα μπορώ να 'πω 'γώ πούν' αδερφός μου; — Κ' εγώ είντα θες να κάνω σα μου λέει να μη ξαναρθώ στο σπίτι σας και να μη σου ξαναμιλήσω;

Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε. Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις. — Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης.