United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι μας κάνατε! Γιατί να κατεβήτε απ' το κρεββάτι; Να σας δώσω αιθέρα να μυρίσετε ; Σταθήτε να σας φέρω λίγο νερό να πιήτε! Μα ως που να βάλη νερό στο ποτήρι και να ξεστουπώση το μπουκαλάκι με τον αιθέρα, ξανάκλεισαν της Βεργινίας τα μάτια και το κεφάλι της έπεσε βαρύ απάνω στο στήθος και κύλησε κατά πλάι: άνθος σε κλωνί σπασμένο. Τότε την έπιασε σαν τρέλλα τη Λιόλια.

Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...» Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Εθυμήθηκε τον ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!...

Ο Μιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια. — Μ' αυτά τα σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχην μας. — Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ' εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στη μέση πα στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Σπάζομε τα ξεραΐδια από το δέντρο πούναι στο άλσος των Αρπυιών και κάθε μουχρό φαρμακερό κλωνί ματώνει με κόκκινο αίμα μπροστά μας και βγάζει δυνατή πικρή φωνή. Από μια κεράτινη σάλπιγγα μας μιλεί ο Οδυσσεύς κι όταν από τον φλόγινο τάφο του σηκώνεται ο μεγάλος Ghibelline, η περηφάνεια που θριαμβεύει απάνω από τα βάσανα εκείνου του κρεββατιού γίνεται για μια στιγμή δική μας.

Δος μου το τ' άσπρο χέρι σου μ' όλη τη βούλησή σου Στην ξαναμένη μου καρδιά να το σιμώσω, Χρύσω, Να νιόσεις τη λαχτάρα της, τους χτύπους της ν' ακούσης Αχ! ο μεγάλος μου ο καϊμός θα να μ' αποσβολώση, Θα γένω σαν τον ξέρακα τον αστραποκαμένο Και θα χαθώ στην έρημο χωρίς δροσούλα κ' ίσκιο, Χωρίς αντίρριμα χλωρό, χωρίς κλωνί ανθισμένο.