United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δος μου το τ' άσπρο χέρι σου μ' όλη τη βούλησή σου Στην ξαναμένη μου καρδιά να το σιμώσω, Χρύσω, Να νιόσεις τη λαχτάρα της, τους χτύπους της ν' ακούσης Αχ! ο μεγάλος μου ο καϊμός θα να μ' αποσβολώση, Θα γένω σαν τον ξέρακα τον αστραποκαμένο Και θα χαθώ στην έρημο χωρίς δροσούλα κ' ίσκιο, Χωρίς αντίρριμα χλωρό, χωρίς κλωνί ανθισμένο.

Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή.

Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε στα νερά κ' έτριβε τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο, ελάχτιζε σαν αρμονία μουσικής αγρίας την ψυχή μας.