United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε.

Ετάχυνεν όμως διά παν ενδεχόμενον το βήμα του, αλλά μετά μίαν στιγμήν τον έκαμε ν' ανατιναχθή βροντερός πυροβολισμός. Ησθάνθη δε κνισμόν εις τα οπίσθια, όστις ενήργησεν επ' αυτού ως νέφτι και επτέρωσε τους πόδας του, ενώ το χέρι του έτριβε το τραυματισθέν μέρος.

Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας• κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225 κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης. και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη, εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα. κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230 σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου, και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα• όμοια και αυτούτην κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235 πήγ' έπειτα κ' εκάθισετης θάλασσας την άκρη• και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη• κ' είπετα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη•

Ο τρομερός Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε τον βραχίονα του Βινικίου: — Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι θανάσιμον; — Ναι, άξιε Κρίσπε.

Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων. — Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν. Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς. — Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον. — Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών. — Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του.

Τα πάντα εβάδιζον κατ' ευχήν εν τη απεράντω αυτοκρατορία• ο σοφός Αλκουίνος έλουεν εις το ύδωρ του βαπτίσματος τους ρυπαρούς του Καρόλου υπηκόους, έκοπτε τα κόκκινα των γένεια και τα μικρά ονύχια και ανοίγων αυτοίς της ανεξαντλήτου σοφίας του τον θησαυρόν έτριβε του ενός τα χείλη διά του μέλιτος του ιερού λόγου, έτρεφεν άλλον με της γραμματικής τας ρίζας και τρίτον εδίδασκεν ότι των χηνών τα πτερά, διά των οποίων καθίστα ταχύτερα τα βέλη, ήσαν και προς γραφήν επιτήδεια.

Εν τούτοις ήθελε και με θυσίαν της ζωής του να φθάση εις την οικίαν του Λίνου. Από καιρού εις καιρόν ίστατο και έτριβε τους οφθαλμούς του. Αποσπάσας μίαν άκραν εκ του χιτώνος του εκάλυψε δι' αυτής την ρίνα και το στόμα και επανέλαβε τον δρόμον του. Ενώ επλησίαζε τον ποταμόν, η θερμότης καθίστατο τρομερωτέρα.

Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.

Ήτο κατακόκκινος, εκράτει το φέσι του εις την μίαν χείρα και με την άλλην έτριβε την κάθυγρον έτι κόμην του. Προφανώς αυτός έφερε την αγγελίαν, κατά συνέπειαν της οποίας ανεχωρούμεν. Οι ημίσεις περίπου του σώματος είχον κινήσει προπορευόμενοι, οι λοιποί επερίμενον τας διαταγάς του αρχηγού περί τον μύλον. Επλησίαζα, ότε ο αρχηγός ηγέρθη.