United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα μπορούσα να περνώ την πιο καλή κ' ευτυχισμένη ζωή, αν δεν ήμουν μωρός. Τόσον ευνοϊκαί περιστάσεις που είναι αυταί, εις τας οποίας τώρα ευρίσκομαι, δεν συνενούνται εύκολα διά να τέρψουν την ψυχήν ενός ανθρώπου.

Πού να είσαι, ω ψυχή μου;... δεν σ' ευρίσκω πουθενά, και με κάνεις να θυμώνω και να πέρνω τα βουνά. Πού να κάθεσαι, ψυχή μου; απ' εμπρός ή απ' οπίσω; όσο σ' ένα κι' άλλον τοίχο το ξερό μου κι' αν κτυπήσω, δεν 'μπορώ να καταλάβω μήτ' εγώ μηδέ κανείς αν εσύ το αίμα είσαι ή το αίμα συ κινείς.

Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουνένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένηεφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης; ΣΑΜΨΩΝ Μη με φοβάσαι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Εσένα θα φοβηθώ; ΣΑΜΨΩΝ Άφησε να ήμεθατο δίκαιόν μας. Ας κάμουν εκείνοι την αρχήν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας το πάρουν όπως τους αρέσει. ΣΑΜΨΩΝ Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν, εντροπή ιδική των .

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Πηγαίνετε κατόπιν της, και είν' απελπισμένη. Προσέχετέ την! ΕΔΜ. Όλ' αυτά τα έκαμα, που είπες, τ' άλλα πολλά που ο καιρός θα ξεσκεπάση μόνος, πολλά, πολλά! Επέρασαν, κ' εγώ περνώ μαζί των. Πλην συ, οπού μ' ενίκησες, ειπέ μου ποίος είσαι; Αν ευγενής, σε συγχωρώ. ΕΔΓΑΡ Ο ένας μας τον άλλον ας συγχωρήση! Από σε κατώτερος δεν είμαι. Αν είμαι δε καλλίτερος, αυξάνει τ' άδικόν σου.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Να ευλογήση ο Θεός τον γάμον σας, παιδί μου, διά να μη πληρώσετε με πίκραις την χαράν σας. ΡΩΜΑΙΟΣ Αμήν, αμήν! Αλλ' η χαρά, ω πάτερ, που μου δίδεις κάθε στιγμή οπού περνώ κοντά της και την βλέπω, δεν ημπορεί να συγκριθή μ' όσαις κι’ αν έλθουν πίκραις. Τα χέρια μας συνένωσε με τ' άγιά σου λόγια, κι ας κάμη ό,τι του περνά ο Θάνατος κατόπιν. Φθάνει εγώ ν' αξιωθώ να την ειπώ 'δικήν μου.

Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς; — Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια. — Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι. — Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά. Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό. — Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα!

Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι.