Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Πάντα με σπρώχνει προς σπουδήν η δυσειδής σου θέα, αν και θυμώνω διαρκώς μ' αυτόν τον Προμηθέα, που με το πυρ των ουρανών διέλυσε τα σκότη και πρώτος επολέμησε τον νου μας να 'ξυπνήση, κι' αν 'τύχαινε 'στά χέρια μου το μαύρο του σηκότι θα τόδινα 'στόν μάγειρα να μου το τηγανίση. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Η έρευνα το πνεύμα σου σφοδρώς ας συνταράττη, και τας γυναίκας θα ιδής ν' ανακαλύψουν κάτι.
Για κάτι άλλα θυμώνω, για κάτι δεισιδαιμονίες, για κάτι συνήθειες, ίσως για τα τηνιακά Καταστήματα, γιατί έτσι λεν εκεί την εκκλησιά, όχι όμως για την Παναγιά, που δε μου έκαμε και κανένα κακό. Οι παππάδες το κατάλαβαν και για τούτο παντού με φιλοξένισαν και θα με φιλοξενίσουν ακόμη. Και γω πάλε, άμα διώ παππά, ξανοίγει η καρδιά μου. Και κει που βλέπω παππάδες, αμέσως ξέρω πως θα καλοπεράσω.
Είμαι θυμώδης όσο παίρνει και η ηθική δεν μπορεί να μου κάνη τίποτα· θέλω να θυμώνω μέχρι τρέλλας όταν μου έρχεται όρεξι να θυμώσω. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μήπως θέλετε να μάθετε την φυσικήν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι λέει αυτή η φυσική;
Πού να είσαι, ω ψυχή μου;... δεν σ' ευρίσκω πουθενά, και με κάνεις να θυμώνω και να πέρνω τα βουνά. Πού να κάθεσαι, ψυχή μου; απ' εμπρός ή απ' οπίσω; όσο σ' ένα κι' άλλον τοίχο το ξερό μου κι' αν κτυπήσω, δεν 'μπορώ να καταλάβω μήτ' εγώ μηδέ κανείς αν εσύ το αίμα είσαι ή το αίμα συ κινείς.
Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε. — Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.
Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη. «Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου· »σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινώρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.
Τι θέλουν άραγες; Πάλε τα ρούχα μου να ξεσκίσω; Όχι! όχι! Είμαι φίνος και δε με πιάνουν. Το ντουβάρι μόνο να πέση! Και δε θέλει. Να το πάλε μαλακό σαν το μπαμπάκι, και κλοτσιά να του δώσης, δε σαλέβει. Τους αρέσει να θυμώνω, για να μου λεν ύστερα παραμύθια. Σφίξε, Καρλή, δάγκασε, Καρλή, τους γρόθους σου στο στόμα σου μέσα· να σε δέσουμε κατόπι. Μη σας μέλη! Δεν το κάμνω πια και θα διήτε.
Λίγο λίγο ξεφανερώνουνται όλα και ξετρυπώνουν. Γκρέμησε πια τα ντουβάρι. Κάθουμαι και προσμένω στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη εκεί κάτω. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Μη φοβάσαι. Τώρα είμαι ήσυχος. Δε θυμώνω. Εδώ χρειάζεται κρύο αίμα και σκέψη. Κρυφά κρυφά όλα τα παρατηρώ ένα ένα — και παίρνω και σημείωση. Θέλει το πράμα συλλογή, πομονή και πονηριά. Μη φοβάσαι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν