United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πέθανε; κι'ο Απόλλων πώς, δεν ήλθε βοηθός του; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν βοήθησε, και τώρ' αυτό στον Άδη μεγαλώνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και ποιός το άφησεν εκεί; βέβαια συ δεν θάσαι. ΚΡΕΟΥΣΑ Εγώ, που με τα πέπλα μου το τύλιξα στο σκότος. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κι' ότι άφησες εκεί παιδί δεν το 'μαθε κανένας; ΚΡΕΟΥΣΑ Η μυστικότης το 'ξερε κ' η συφορά μονάχα.

Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.

Η ομίχλη αραίωνε, σκουρόχρωμα δάση έκαναν την εμφάνισή τους με φόντο το ξεθωριασμένο γαλάζιο του ορίζοντα∙ έπειτα παντού γαλήνη, λες και αόρατα χέρια τράβηξαν απ’ όλες τις μεριές τα πέπλα της κακοκαιρίας και ένα μεγάλο ουράνιο τόξο με εφτά ζωηρά χρώματα, και ένα μικρότερο πιο ξεθωριασμένο, καμπύλωσαν πάνω από το τοπίο.

Της φιλίας η Χάριτες, Και του Υμεναίου, συμπλέκουσι Χορών πλουσίους στεφάνους· Βωμόν έχουν τον θρόνον σας Και τον δοξάζουν. Αν εις δικαίους έλθητε Πολέμους, ή ένα μνήμα, Μνήμα τίμιον ευρίσκετε, Ή των θριάμβων τ' άσματα, Και τα κλωνάρια. Τα πολύχρυσα πέπλα, Και τ' αρώματα ο Πλούτος, Γλυκύ η Σοφία το φίλημα Σας χαρίζει, έαν ήνε Με σας η ειρήνη

Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πως θυμώνω, και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ' το σκαμνί εσηκώθη. «Κακούργα, δε σ' αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου· »σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι' αυτόν τα δάκρυα χύνεις». Χύθηκ' ευθύς ακράτητη κ' εβγήκε από την πόρτα, πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα, που πηγαινώρχεται, τροφή να φέρη στα πουλιά της.

Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

Εκείνη τη μέρα οι αναμνήσεις τής έκαναν κακό. Η απομάκρυνση των αδερφάδων της και ένας ενστικτώδης φόβος μοναξιάς την έφερναν πίσω στο παρελθόν. Το πορτοΚαλί φως του δειλινού, το Βουνό σκεπασμένο με μαβιά πέπλα, η μυρωδιά του απογεύματος, όλα οδηγούσαν την ψυχή της είκοσι χρόνια πριν.

Η κοιλάδα σκεπασμένη με την ανοιξιάτικη βλάστηση, με νερά, με θάμνους, με λουλούδια, έδινε την εντύπωση μιας κούνιας γεμάτης με πράσινα πέπλα και γαλάζιες κορδέλες, με το μονότονο μουρμούρισμα του ποταμού σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται.

Το χέρι οπού τα πέπλα Των ουρανών κατέστρωσεν, Από σύγνεφα ολόχρυσα Εκβαίνει, και σου δείχνει Ανδρείους ανθρώπους. Πετάεις εσύ κ' επάνω τους Σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· Τέρπουν αυτά τους ζώντας, Και τους γενναίως θανόντας Τέρπουν ακόμα. Αι, πώς υπό την πτέρυγα Ταχείαν του Νότου ή τ' Έβρου, Πολλά βλέπεις να σκήπτωσι Τ' ανήσυχα της λίμνης 'Ψηλά καλάμια!

Από πίσω 'μας πυκνή ακολουθία μ' άλλα τραγούδια ερχότανε, και όλοι απ' την καρδιά τους μας εμακάριζαν εμέ κ' εκείνην που εχάθη γιατί κ' οι δυο ευγενείς κι' από γενιά μεγάλη ενώναμε την τύχη μας. Τώρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές υμεναίου πια, μα στεναγμοί και θρήνοι. Και όχι άσπρα πέπλα. Πένθιμα στολίδια με προπέμπουν στο νυφικό δωμάτιον, που ερήμωσεν ο Χάρος.