United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Είπες ο κόσμος πίστεψε πως τον σκοτώσαν λησταί, και τώρα ο δούλος αν μας φανερώση πολλούς φονιάδες, τότ’ εγώ ο φονιάς δεν είμαι. Αν πη όμως πως καλόζωστος κάποιος διαβάτης τον σκότωσε, είναι φανερό πως εγώ θα ’μαι, που θα βαρύνη επάνω μου το μέγα κρίμα. ΙΟΚΑΣΤΗ Ξέρε όμως, πως τα λόγια του δεν θα γυρίση κι όσα είπε δεν θα τ’ αρνηθή. Αλλά μονάχη δεν είμ’ εγώ που τ’ άκουσα: η πόλις όλη.

Ξέρε το: πως τη στιγμή όπου θάχης μαθημένα όλα τούτα από μένα, κάθε δόξα και τιμή που ο κόσμος θα σου κάνη, ως τον ουρανό θα φθάνη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και θα κάνω λοιπόν τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! μια τέτοια ευτυχία εγώ τάχα θα τη ιδώ;

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!

Για τούτο μ' έστειλε, όλα αφτά να σ' τα μαθαίνω, κι' έτσι λόγων να γίνεις ρήτορας και δουλεφτής πολέμων. Έτσι, παιδί μου, ξέρε το, μακριά σου εγώ δε μένω, κι' ακόμα αν μούταζε ο θεός τα έρμα γερατιά μου 445 να ξύσει, και λεβέντη νιο σαν πρώτα να με κάνει, σαν όταν τη ροδότσουπρη Ελλάδα πρωταφήκα για ν' αποφύγω διαφορές με τον πατέρα Αμύντα.

ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . . Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . . Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις. Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου. Χτυπούν την πόρτα πάλι. Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πέθανε; κι'ο Απόλλων πώς, δεν ήλθε βοηθός του; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν βοήθησε, και τώρ' αυτό στον Άδη μεγαλώνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και ποιός το άφησεν εκεί; βέβαια συ δεν θάσαι. ΚΡΕΟΥΣΑ Εγώ, που με τα πέπλα μου το τύλιξα στο σκότος. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κι' ότι άφησες εκεί παιδί δεν το 'μαθε κανένας; ΚΡΕΟΥΣΑ Η μυστικότης το 'ξερε κ' η συφορά μονάχα.

ΞΟΥΘΟΣ. Γιατί λοιπόν μου φεύγεις, αφού βρίσκεις εκείνο που αγαπάς και συ; ΙΩΝ Εγώ δεν αγαπάω τους ξένους τους μανιακούς και τους ξεμυαλισμένους. ΞΟΥΘΟΣ Και σκότωσε και κάψε με• μα ξέρε: αν με σκοτώσης, θα γίνης του πατέρα σου φονηάς. ΙΩΝ Εσύ πατέρας δικός μου! είνε να γελώ μ' αυτά που ακούν ταυτιά μου. ΞΟΥΘΟΣ Όχι• μ' αυτά που θα σου είπω, καλά θα καταλάβης. ΙΩΝ Τι θα μου ειπής;

Έτσι κ' εκείνος ο αλαφρόμυαλος ο αρχαιολόγος μου σήκωσε κεφάλι τις προάλλες. Μα εγώ τούσπασα την κούτρα. Του πήρα πίσω κ' εκείνο που είχε. Και δεν του τόδωκα παρά σα θέλησα εγώ... Ίδια θα σ' το κάνω και σένα, ορέ, και ξέρε το. . . — Εγώ, αφέντη μ', δε σου σήκωσα κεφάλι. Μπορεί το μερμήγκι να τα βάλη με το λιοντάρι; Εκείνος ναι· και καλά τούκαμες.

Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας Και μέσ' 'ς τα χάιδιατα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω, Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης. Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι. Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη; Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος, Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.

Ναί, εμένα η έρμα η Μοίρα μου με σκότωσε κι' ο Φοίβος κι' από θνητούς ο Έφορβος· ύστερα εσύ ήρθες, τρίτος. 850 Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι. Καιρό κι' εσύ δε θα χαρείςκαι ξέρε τοτι σ' έχει από κοντά πια η Μοίρα σου κι' ο θνητοφάγος Χάρος, π' από το χέρι είναι να πας του ξακουστού Αχιλέα