Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν.
Ύστερα από λίγη ώρα έφυγαν οι Επιτάφιοι, καθένας για την εκκλησιά του, ο κόσμος τραβήχτηκε για το σπίτι τους, το νεκροταφείο έμεινε έρημο, και μοναχά ο Γιάννης στριφογύριζε βογγώντας ψηλά στο μνήμα του αδερφού του, σα λαβωμένο φείδι, κι' όταν ο ήλιος φώτισε τον Κόσμο μας με τες αργυρόχρυσες αχτίδες του, πήρε τα σύνεργα του νεκροθάφτη, που είταν χωμένα κάτω από ένα καλυβούτσι, άνοιξε τ' αδερφικό μνήμα μ' έγνοια, έμασε όλα τα κόκκαλα ένα-ένα, κι' αφού τα πότισε με καυτερά αδερφικά δάκρυα, τάβαλε μέσα στο σακκούλι του, σταυροκοπήθηκε κατά ήλιου και ξεκίνησε με την καρδιά καμένη και φλογισμένη για την έρημη την Πατρίδα, φορτωμένος τ' αδερφικά κόκκαλα, που έβγαλε από το ξενιτεμένο μνήμα, τα κόκκαλα εκείνα, που είταν αναστημένα με το ίδιο γάλα, και το ίδιο αίμα, για να τ' αποθέση στο ταπεινό κοιμητήρι του χωριού του!
ΑΜΛΕΤΟΣ Ας σου δώση άφεσιν ο Θεός! σ' ακολουθώ· πεθαίνω, Οράτιε. — Δυστυχής βασίλισσα, καληώρα! ΟΡΑΤΙΟΣ Ποτέ μη το πιστεύσης· είμ' εγώ αρχαίος Ρωμαίος πλέον ή Δανός· σώζεται ακόμη εδώ πιοτό. ΑΜΛΕΤΟΣ Αν άνδρας είσαι, το ποτήρι δος μου· άφησέ το· εγώ το θέλω· Οράτιε φίλε, α! λαβωμένο 'πού θα ζήση τ' όνομά μου, τα πράγματ' αν θα μείνουν άγνωστα όπως είναι! Τι κρότος είναι τούτος πολεμικός;
Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα, Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει, Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον, Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης, Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του, Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης, Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.
Ο Έφις όμως άρχισε να βογκάει και τρανταζόταν αδύναμα σαν ένα λαβωμένο πουλί που προσπαθεί ακόμη να πετάξει. «Θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου…» Τότε ο γιατρός έκανε νόημα με το χέρι και το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και ο ντον Πρέντου ακούμπησε πάλι κάτω τον άρρωστο, τον ξανασκέπασε και δεν αστειεύτηκε πια. Κι έτσι τον άφησαν.
Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε «Γιε του Μενοίτη θεϊκέ, μυριάκριβό μου αδρέφι, τώρα θαρρώ πια οι Δαναοί στα πόδια θα μου πέσουν με περικάλια, τι ψαχνό πια αγγίζει το μαχαίρι. 610 Μον σύρε εκεί το Νέστορα κι' αρώτα, Πάτροκλέ μου, πιόν τάχα αφτόν απ' τη σφαγή να φέρνει λαβωμένο; Πίσωθε αν κρίνεις, σ' όλα του με το Μαχά λέω μιάζει, το θρέμμα τ' Ασκληπιού, μα ομπρός την όψη του δεν είδα, τι ίσα τραβώντας τ' άλογα με πέρασαν τρεχάτα.» 615
Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο γιάτρεβε, του Μενοίτη ο γιος· μα οι άλλοι πολεμούσαν Τρώες κι' Αργίτες σωρεφτοί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν