United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλοίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθή απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους. — Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρη.

Μίαν πρωίαν η κυρά Γιάνναινα, καθώς εξήλθε πρωί-πρωί, είδε να ξεμυτίζη απ' την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλλες και φιόγκους στα μαλλιά, ν' ανεμίζη ένα φουστανάκι, και να γλυστράη εις το χαλικόστρωτον της αυλής έδαφος και να φεύγη ως αστραπή. Της εφάνη να ήτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδόν γρηούλα.

Μ' αυτά θα με κάνετε να πεθάνω. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! γυναικούλα μου; έλα κοντά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι έχεις, αντρούλη μου: ΑΡΓΓΑΝ Έλα, τρέξε να με νοιώσης. ΜΠΕΛΙΝΑ Τι τρέχει λοιπόν; τι συμβαίνει, παιδί μου; ΑΡΓΓΑΝ Αγαπημένη μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Αγαπημένε μου! ΑΡΓΓΑΝ Μ' εσύγχισαν! ΜΠΕΛΙΝΑ Ω! τον καϋμένο τον αντρούλη μου! Πώς σ' εσύγχισαν, αγάπη μου; ΑΡΓΓΑΝ Η πανούργα η Τουανέττα σου ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αυθάδης.

Δεν πρέπει να ζαλίζεσαι για τέτοια πράγματα. Αν είναι να σε χάσω, αγόρι μου, δε θέλω πλέον να μείνω στον κόσμο. ΑΡΓΓΑΝ Αγάπη μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι, αγαπημένε μου, αν είμαι τόσο πολύ άτυχη να σε χάσω . . . ΑΡΓΓΑΝ Γυναικούλα μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Η ζωή δε θα είναι πλέον τίποτα για μένα . . . ΑΡΓΓΑΝ Αγαπημένη μου! ΜΠΕΛΙΝΑ Και θα σ' ακολουθήσω στον άλλον κόσμο, για να νοιώσης την αγάπη που σου έχω.

Όξω οι πισκέφτες! όξω!.. Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε. Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα! — Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η φωνή. Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω.

Ένα βαθύ βαθύ σκουλήκι τον κρυφότρωγε πάντα όμως, της Βασιλικής του η έννοια. Τι θαπογίνη η γυναικούλα του, αν τύχαινε και τίποτις. Ήθελε λοιπόν τώρα να την έχη σιμά του μονάχος του την άγρια αυτή νύχτα. Κάτι σα να του κρυφόλεγε μέσα του πως ίσως είταν η στερνή του στον κόσμο. Κ' είτανε σταλήθεια!

Έτσι ας προσέξει, όσο πολύ κι' αν είναι παλικάρι, 410 μήπως στη μάχη άλλος κανείς του βγει πιο δυνατός του, κι' η Γιάλα η αρχοντόθρεφτη καμιά νυχτιά απ' τον ύπνο σηκώσει με τα κλάματα το σπιτικό της όλο, το τέρι της γυρέβοντας, τον πρώτο απ' τους Αργίτες, η γνωστικιά του φοβερού Διομήδη γυναικούλα415

Η γριά του ψαρά, μισότριβη γυναικούλα, μ' ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη, πήρε πέντε μπεκάτσες, τις μάδησε, τις ξοκοίλιασε, τις σούβλισε, έκαμε μια θράκα γι αρνί στη γωνιά, κάθησε κοντά στο γωνολίθι, και απιθόνοντας τη σούβλα, άρχισε να την γυρίζη, αγάλι' αγάλια. Από την ανοιχτή πάντα πόρτα της καλύβας, για να βγαίνη ο καπνός, φαίνουνταν η πυκνή θαμπή αντάρα που σκέπαζε το λόγκο και τη λίμνη.

Αχ, τι λυπητερό πράμα να βλέπη κανείς ένα νέο δεντράκι να λυγάη για το χατίρι ενός σφουγγαρόπαννου ίσαμε κοντά να σπάση και να τρέμη σύγκλαρο για πολλήν ώρα, απ’ το πόνο του! Μα πιο λυπητερό ακόμα ήτονε να βλέπατε τη νέα γυναικούλα να κρυφοβογκά και να σέρνεται, στραγγίζοντας στα πόδια της, χωρίς να θέλη να τομολογήση στον ίδιο τον εαυτό της.

Σαν ήρθε το μεσημέρι ο Νίκος, τον περίμεναν απέξω από την πόρτα του οι γυναικούλες για γα τον προφτάσουν τα μαντάτα και να του πουν πως δηλαδή δεν κάνει καλά να την αφήνη τη γυναίκα του να παιδεύεται με το νοικοκυριό της, αφού δεν έχει την υγειά της. «Όλος ο κόσμος το λέει αυτό κ' είναι κρίμας, γιατ' είναι ήσυχη γυναικούλα και φρόνιμη-μόνο που δεν έχ’ υγεία!