United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΙΛΩΝ Αγέρα κοπανάς εσύ· μα εγώ καιρό δε χάνω. ΒΑΤΤΟΣ Γι αυτό κ' εμπρός στην πόρτα μου ταφήνω τα χωράφια, απ' τον καιρό που τάσπειρα, ασκάλιστα ως τα τώρα. ΜΙΛΩΝ Και ποια είνε που σε τυραγνά; ΒΑΤΤΟΣ Του Πολυβώτη η κόρη, πούπαιζε το σουραύλι της στην άκρη στο ποτάμι. ΜΙΛΩΝ Τα γύρευες και τάπαθες· πληρώνεις τα έχεις κάνει· Κοιμάτ' η ακρίδα ολονυκτίς μαζί σου πλάι με πλάι.

Διελογίζετο, ταλανίζων εαυτόν: — Τι ήθελες, τι γύρευες κυρ-Δημάκη μου; Δεν εκύτταζες την δουλειά σου; Είνε και ντροπή! Όχι άλλο! Και έφθανεν εις το μικρόν κελλίον η μελωδία της αγρυπνίας, άρρητος, γλυκητάτη. Εψάλλετο η λιτή: «Ο Ουρανός και η γη σήμερον πνευματικώς ευφραινέσθωσαν». — Πρέπει ναρθούν βάρκες! Εψιθύριζεν ο κυρ-Δημάκης, βλέπων το πέλαγος ήσυχον.

Ου, πράμα που ήθελα λιμπιστώ! Πως με γέλασες μοναχά και μπερδεύτηκα μαζί σου χωρίς να το καταλάβω. — Σε γέλασα ή με γέλασες ; Εσύ, μωρέ, φαρομανούσες από μικρή. Δεν είσουνα δέκα χρονών και γύρευες άντρα. — Καλάκαμα! έτσ' ήθελα! είπε πεισμωμένη η γριά. Μην ήθελες να είμουνα σαν εσένα τον αχμάκη; — Αχμάκηςξαχμάκης, δούλεψα όσο μπόρεσα.