United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε νάρθουν πρωί κι ακόμα δε φάνηκαν. Πρέπει να τους κράτησε άλλη μια βραδιά στη χώρα ο Κράλης που ήρθε για δουλειές από τη Βαβυλώνα. Το ξέρεις πως είνε παλιός μου φίλος ο Κράλης, από τον καιρό που άρχισα να ταξιδεύω στα μέρη τους. Η ίδια. ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ Δέσπω. Έχει το αίμα του μακαρίτη· θαρρώ πως τονέ βλέπω μπροστά μου σαν ξεφωνίζη.

Ήταν όλες πια στολισμένες τα καλήτερά τους στολίδια, λες κ' επήγαιναν σε χαρές και σ' αραβώνες. Εκίναγαν μέρες μακριά, νάρθουν να ιδούν τους εδικούς τους οι άμοιρες. Άλλη να ιδή τον άντρα της, κι άλλη να παρηγορήση το γεροπατέρα της, κι άλλη να ειπή ένα γλυκό λόγο στον αδερφό της, κι άλλη με τον καλό της, πιστή στα λόγια της αγάπης, να χαμογελάση.

Αντί να γυρίσουν άνθρωποι, γυρίζουν κούκλες· αντί νάρθουν χριστιανοί, έρχονται αλούτεροι... Πού είνε τώρα ο μακαρίτης ο Τσαϊπάς να καμαρώση το γιο του; Έφαε τη ζωή του απάνω στο τσαγκαρόσουβλο για να τον κάμη άνθρωπο και να, — τον έκαμε και τον ξέκαμε! — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!... ξαναφώναξε.

Μα δεν είχε ακόμα κατεβή απ’ το βουνάκι και του φώναξε ο Νίκος με τον Ντίνο να σταθή ναρθούν μαζί του. . . Ως που να γυρίσουν, καθήσαν οι γυναίκες στο προαύλιο απάνω σε κάτι παλιές κολώνες μαρμαρένιες, πλαγιασμένες χάμω, απ’ τον παλιό καιρό πούτον ο νάρθηξ όλο κι από τέτοιες, καθώς τους είπε ο εκκλησιάρης.

Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλομια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.

Κι' έστειλε εφτύς στους Αίιδες τον κράχτη του το Θότη «Ξεκίνα, Θότη θεϊκέ, τον Αία τρέξε κράξ' τονας έρθουν μάλιστα κι' οι διοπες τους πως κάλια οι διο τους νάρθουν, τι γλήγορα άσκημη θα δούμε εδώ φουρτούνα· 345 τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί μας έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν.

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.

Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμουςΖέφυρο, Βοριάκι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά νάρθουν και ναποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελλάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.