Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Και άλλων μεν οι κάτοικοι από τους διαφόρους ανέμους και τα καύματα γίνονται χυδαίοι και εξωφρενικοί, άλλων δε από τα νερά και την σχετικήν τροφήν την παραγομένην από την γην όχι μόνον τα σώματα είναι καλλίτερα ή χειρότερα, αλλά και η ψυχή των ημπορεί να πάθη τα ίδια.
Φέραμε το κρεββάτι του Σβεν στην κάμαρα με τη βεράντα για να μπορή νακούη από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που κελαδούσαν και τους ανέμους που σφυρίζανε. Εκεί είταν ξαπλωμένος στο λευκό κρεββατάκι του κι όταν σήκωνε τα μάτια, το έκανε περιμένοντας να τον φιλήσουν ή κινούσε ήσυχα τα μικρά, αδυνατισμένα χέρια και τότε σκύβαμε απάνω του γιατί ξέραμε πως ήθελε να μας χαδέψη.
Θυμούμαι τους φίλους που αράζανε στην αποβάθρα μας με τα κότερά τους, θυμούμαι τις εκδρομές με τα κοφινάκια με το φαγί στους δροσερούς ανέμους, τα λουτρά στην ανοιχτή θάλασσα, όπου έμαθε ο Ούλοφ να κολυμπά κι ο Σβάντε κυλιότανε στον άμμο.
Τα περισσεύματα των κόπων του τα έφαγαν άλλοι πάλιν φίλοι ατυχήσαντες και αυτοί εις τας θαλάσσιας επιχειρήσεις των. Εις το γήρας του δεν τω έμεινεν άλλο τι, ειμή σιδηρά υγεία, δι' ης ηδύνατο ακόμη ν' αντέχη εις τους θαλασσίους κόπους, χάριν του επιουσίου άρτου εργαζόμενος. Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα·
Αυτοί σου παράδωκαν τη λαμπάδα να τη φυλάξης απ' τους ανέμους, αγαπημένε. Κι' εσύ που την έκλεισες μέσ' τη σιωπή σου, καταφρονώντας — ωιμέ! — τη νειότη σου και τη στοργή μας, προχώρησε στο Δημιουργό μπροστά, και στήσε το θρίαμβο της φλόγας σου! Τους παλμούς σου βλέπω μέσα στη νύχτα φάρε — την έγνοια σου για το ναύτη και τον τυχοδιώκτη!
Ήτο δεκαπέντε ετών ο Αντωνέλλος όταν εγεννήθη η Μπέλλα η αδελφή του, όταν δε ολίγον κατόπιν απέθαναν οι γονείς των, αυτός ήτο διά την μικράν και πατέρας και μητέρα και αδελφός, τόσον οπού η χαδεμένη η μικρούλα δεν εννόησε καμμίαν στέρησιν. Η αγκάλη του Αντωνέλλου ήτο το παν δι' αυτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμήν κλειστός απ' όλα τα μέρη, απρόσιτος εις τους ανέμους, ασφάλεια τελεία!
Και θέλετε, Τριστάνε, να ζητήσω εγώ από το Βασιληά να σε συχωρέση; Αλλ' αν ήξερε μοναχά, ότι ήρθα κάτω απ' αυτό το πεύκο, θάρριχνε αύριο τη στάχτη μου στους τέσσερες ανέμους!» Ο Τριστάνος είπε θρηνώντας: — Α! ωραίε θείε! λένε ότι «κανείς δεν είναι παληάνθρωπος, αν δεν κάνη παληανθρωπιές». Μα σε ποία καρδιά μπόρεσε να γεννηθή τέτοια υποψία!
Είνε, διότι είχε τόσον συνδεθή, τόσον συνταυτισθή, μ' εκείνους τους οποίους εθεώρει ιδικούς του, ώστε δεν κατορθώνει να πεισθή, ότι οι πλήξαντες αυτόν είνε αυτοί εκείνοι τους οποίους τόσον είχεν αγαπήση και οίτινες τόσα του ώφειλον . . . .. Αλλ' είνε λοιπόν τόσον μικρόψυχος, τόσον ουτιδανός, να φέρη εις την μνήμην του ακόμη τα όντα εκείνα; Περιφρόνησιν εσχάτην και μόνην αυτήν πρέπει να αισθάνεται προς εκείνους, προς εκείνην προ πάντων, ήτις, το οικοδόμημα της ευτυχίας του, το οποίον με υπομονήν ανένδοντον, ακατάβλητον, με υπομονήν μύρμηκος φιλέργου κατώρθωσε να εγείρη, κατέρριψεν έως εδάφους, εσκόρπισεν εις τους τέσσαρας ανέμους!
Τι καλοκαίρι όμως είταν εκείνο! Τι θαυμαστό καλοκαίρι, όλο διάθεση για εργασία, δροσερούς ανέμους, καθαρό ήλιο και θερμές φεγγαροφώτιστες βραδιές! Μας μένει στην ανάμνηση σα μια μόνη ηλιοπλημμυρισμένη μέρα.
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν 'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280 'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290 'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη• 'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν