United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως. — Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών. — Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της. Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν.

Είδες πως δεν πρέπει ο Χριστιανός ποτέ να απελπίζεται; Έλεγε με την πανηγυρικήν του φωνήν, χαρμόσυνον ωσάν την ψαλμωδίαν του την αλησμόνητον. Γύρω του περιίσταντο με σεβασμόν η κοντούλα η Ξενιώ πανευδαίμων με την μητέρα της και ο Μοναχάκης με δακρυσμένους τους οφθαλμούς του από την χαράν.

Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα. Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.

Ανεβίβασε και κατεβίβασε τρις την μεγάλην σημαίαν προς αποχαιρετισμόν, εκρότησε τρις το τρομπόνιον κρότον φοβερόν, βοΰζοντα, και έγεινεν άφαντος είτα η μαύρη σκούνα με το άσπρο μπούρδο, οπίσω από της Πλάκαις, ενώ η κοντούλα η νειόνυμφη δεν επρόφθανε να σπογγίζη τα δάκρυά της, εκεί, εις το παράθυρον ισταμένη ως εν δεήσει.

Η κοντούλα η Ξενιώ, που είχε τόσα χρόνια την κάλτσα κρεμασμένη από τον λαιμόν της, έγεινε πάλιν δύο μηνών νειόνυμφη, όπως ήτανε μια φορά, και εστόλισεν εύμορφα το σπιτάκι της.

Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβη γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιώτερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Προσέθετε την επωδόν την επώδυνον και η γραία μήτηρ, μία γραία ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα: Και το εύμορφο εκείνο σπιτάκι επάνω εις τον Βράχον, που ήτο ως κλουβί ευτυχίας, ως νεοσσιά χαράς, ολίγον κατ' ολίγον μετεβλήθη εις ειρκτήν δυστυχίας, εις δεσμωτήριον δακρύων, όπου κατεδικάσθη εις άλυτα δεσμά η κοντούλα η Ξενιώ η νειόνυμφη. — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία!

Κ' απάνω σ' όλ' αυτή την πίκρα, μια κοντούλα γερόντισσα που θα συνέβγαλε ως τα σήμερα πολλά παιδιά κι αγγόνια για το στρατό, τράβηξε μπροστά, και σέρνοντας αγάλι' αγάλια τα τρεμάμενα ποδάρια της, ζήτησε να της σύρουν το χορό, για να καλοστρατήσουν οι ξενητεμένοι. Μεγάλη αλυσίδα χορού απλώθηκε τότε στην ακροθαλασσιά.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.