Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Τον παρασταίνουν κοντό, μαυριδερό, λιγνό, ασύστατο, κοιμισμένο, κ' ίσως πιώτερο θα του ταίριαζε τόνομα Αρκούδιος . Τέτοιο πλάσμα πώς να κυβέρνηση και πώς να βαστάξη εξουσία! Την άρπαξαν την εξουσία και τη δύναμη τα όρνια που φτερουγιάζανε γύρω του, οι Ρουφίνοι κ' οι Ευτρόπιοι κ' οι Γαϊνάδες. Είναι σιχαμερή η ιστορία της εποχής του.
Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.
Δεν άργησε να βρεθή στα δικά του τα δέντρα. Ανεβοκατέβαινε, σεριάνιζε, κι απολογάριαζε τα μαξούλια του. Άλλο άγαλμα πάλε αυτός. Ως εικοσιτριώ χρονών παλληκάρι. Εσείς, που τα μετράτε με το διαβήτη, κοπιάστε να του βρήτε ψεγάδι στο πρόσωπο το μαυριδερό, στο κυπαρισσένιο κορμί, στη δαχτυλιδένια τη μέση.
Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια.
Ήταν ο δικαστικός κλητήρας, ένας αστός αδύνατος με μαυριδερό πρόσωπο από τα γένια του που δεν τα είχε ξυρίσει εδώ και οχτώ μέρες. Κρατούσε ένα μακρύ χαρτί διπλωμένο στα δυο. Ανασήκωσε το πρασινωπό σκληρό καπέλο του από το φαλακρό του κεφάλι, κοίταξε τη Νοέμι και είπε διστακτικά: «Δεν είναι εδώ η ντόνα Έστερ;» «Όχι» «Θα ήθελα…. θα ήθελα να της εγχειρίσω αυτό.
Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια. — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος. Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του.
Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν