United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων.

Εκείνοι, επειδή έβλεπαν πως τους κορόιδευε, δεν απαντούσαν εις το κάθε τι που τους ερωτούσε ο Κτήσιππος. αλλά γενικώς επανελάμβανον ότι όλα τα γνωρίζουν διότι απροκαλύπτως πλέον ο Κτήσιππος δεν άφησε τίποτε που να μην τους ερωτά, και τα πλέον γελοία ακόμη πράγματα, αν τα γνωρίζουν· εκείνοι δε με ακλόνητον γενναιότητα αντιμετώπιζαν όλας τας ερωτήσεις, διαβεβαιούντες ότι τα γνωρίζουν, όπως οι κάπροι που πέφτουν μόνοι των επάνω εις τον σίδηρον που τους πληγώνει· ούτως ώστε και εμένα επί τέλους με ώθησεν η απιστία μου να ερωτήσω τον Ευθύδημον, εάν γνωρίζη και να χορεύη ο Διονυσόδωρος. — Μάλιστα, μου απεκρίθη εκείνος. — Όχι όμως βέβαια και να γέρνη τούμπες μέσα σε στημένα μαχαίρια, και να κάμνη τον τροχόν εις την ηλικίαν που ευρίσκεται· ή και μέχρις αυτού του σημείου φθάνει η ικανότης του; — Τίποτε δεν είναι που να μην το γνωρίζη. — Και τα γνωρίζετε όλα τώρα μόνον, ή από πάντα; — Από πάντα, μου απήντησε. — Και όταν ήσαστε παιδιά, και ευθύς που γεννηθήκετε τα ηξεύρετε όλα; — Όλα απήντησαν και οι δύο μαζί.

Και τον ώθησεν έξω, ρίψασα προς αυτόν φωτεινόν βλέμμα απ' εκείνα τα σπάνια που εκφράζουν συγχρόνως ευχήν και προσδοκίαν, φόβον μέγαν και θάρρος ακατάβλητον, ανδρικήν ρώμην και θείαν θέλησιν. Η Μαλάμω ήτο Σουλιωτοπούλα, γυνή παλληκάρι.

Το αηδές θέαμα αζώστου, εγκυμονούσης ή θηλαζούσης γυναικός ώθησεν ημάς εις τα μοναστήρια, και ουχί Αγγέλων οπτασίαι ή όρεξις ξηρού άρτου, ως διηγούνται οι κρονόληροι αγιογράφοι. Εκεί εύρομεν ανεξαρτησίαν και ανάπαυσιν υπό σκιερά κελλία, όπου ούτε τέκνων κραυγαί ούτε αυθέντου απαιτήσεις ούτε μέριμνα οιαδήποτε διακόπτει την ησυχίαν μας.

Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν.

Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας.

Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν.

Ο Σκούντας και η Αϊμά έκυψαν ίνα εξέλθωσιν εκ του περιβόλου της μονής. Την αυτήν στιγμήν οι κώδωνες ήρχισαν να σημαίνωσι διά το μεσονυκτικόν. Τότε ο γέρων Φούρβης έβαλε κραυγήν και συνέλαβε τον Σκούνταν εκ των όπισθεν. — Τρέξατε! εδώ τους έχω. Τους έπιασα. Ο Σκούντας τοσούτον σφοδρώς τον ώθησεν, ώστε τον ανέτρεψεν ύπτιον επί του πλακοστρώτου εδάφους. Ο Φούρβης πεσών εδούπησεν ως αδρανής όγκος.