United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφοοο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Αλλέως, φίλε μου, είμεθα αναγκασμένοι να υποχωρούμεν ευκόλως και να παραδεχώμεθα παράδοξα και γελοία πράγματα, καθώς θα έλεγε ο Πρωταγόρας και πας όστις προσπαθεί να ειπή τα ίδια με εκείνον. Θεαίτητος. Πώς δηλαδή και ποία είναι αυτά; Σωκράτης. Λάβε ένα μικρόν παράδειγμα και αμέσως θα τα εννοήσης όλα. Έχομεν καθ' υπόθεσιν έξ αστραγάλους.

Όταν ο Κέθηγος ο πρώην ύπατος μεταβαίνων εις την Ασίαν ως πρεσβευτής προς τον πατέρα του, διήλθεν εξ Ελλάδος και έλεγε και έπραττε πολλά γελοία, κάποιος εκ των φίλων του Δημώνακτος είπε• Μέγα κάθαρμα είνε αυτός. Μα τον Δία, απήντησεν ο Δημώναξ, ούτε μέγα.

Τον ονομάζω σβούραν, διότι τον κατείχεν παράδοξος μανία κωμικωτάτη, αλλ' η οποία δεν εστερείτο λογικότητος. Εφαντάζετο ότι είχε μεταμορφωθή εις σβούραν. Θα εσκάζατε από τα γέλοια, εάν εβλέπατε πώς περιεστρέφετο επί του ενός τακουνιού κατ' αυτόν τον τρόπον. Παρατηρήσατε . . .

Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' έναΟξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του. Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα. — Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα; Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε.

Αλλά και εδώ, κ. εκδότα, ευρίσκομαι εις την αυτήν αμηχανίαν, εις ην θα ευρίσκετο και ο επιχειρών ν’ αποδείξη ότι ο ήλιος λάμπει, ότι οι κώνωπες είναι οχληροί και αι γυναίκες φιλάρεσκοι· πράγματα τοσούτον αναμφισβήτητα και ψηλαφητά, ώστε πάσα προς απόδειξιν αυτών προσπάθεια καταντά περιττή και γελοία.

Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και γλυκοφιληθήκαν, Και τράβηξαν στο σπίτι τους όλο χαρά και γέλοια.

Έβγαλε τις φωνές η Λιόλια κ' έτρεξε με τα γέλοια κάτω στην κουζίνα. Ο Νίκος από πίσω. Την κυνηγούσε στην αυλή κι αυτή ξεφώνιζε απ’ τα γέλοια. Ξαναμπήκανε μέσα στην κάμαρη κ’ έτρεξε η Λιόλια να φυλαχτή κοντά στη Βεργινία, πίσω απ' το κρεββάτι. Ήτον κατακόκκινη, σα μαγιάτικο τριαντάφυλλο χιονισμένο απ’ τα χαρτάκια· τα μαλλιά της στέκονταν ανάερα σα χρυσό σύννεφο.

Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να μαθαίνη το τι ακολουθεί.

Δεν ημπόρεσα εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν.