Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
«Στο Θεό σας, είναι αφτά πράματα που γράφουνται; Δεν τα βλέπετε; Δεν τα σιχαίνεστε; Αλήθεια, το φαντάζεστε πως είναι γράμματα, πως είναι φιλολογία, πως είναι ύφος, πως είναι γλώσσα; Καλέ, μαζώξτε τα γλήγορα, μην τύχη και τα δη ο κόσμος, που είναι όλα σας γελοία και παιδιακήσια!»
— Σε συγχαίρω, απεκρίθην μετά τινος ζηλείας· τας λέγουν ωραίας. — Δυστυχώς δεν τας βλέπομεν, διότι είνε κρυμμέναι απ' οπίσω από χρυσόν κιγκλίδωμα ως αι ιδικαί σας κυρίαι εις τας εκκλησίας της Σύρας. Ακούομεν μόνον τα γέλοια και τα χειροκροτήματά των. — Και τι παίζετε; Οπερέτας του Οφεμπάκ; — Κάποτε και κωμωδίας. — Τίνος; Του Δουμά, του Παγερών; — Όχι· του Σουλτάνου.
Γέλοια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της.
Εις τα γέλοια της άλλαι μεν εκρυφογελούσαν και άλλαι εκρυφόκλαιον. Τότε πλέον έπαυσε και η προσποιητή χαρά της Ξενιώς. Αφού η αληθινή χαρά φεύγει, πολύ περισσότερον φεύγει η ψευδής.
Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας.
ΤΥΧ. Η σύγκρισις την οποίαν επιχειρείς είνε πολύ τολμηρά και μου έρχονται γέλοια όταν φαντάζωμαι την θέσιν ενός φιλοσόφου ανταγωνιζομένου προς ένα παράσιτον.
— Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!
Στο παιχνίδι των παιδιών επήρε μέρος και ο 'γούμενος· έδινε σπρωξιές στα παιδιά και τα ρίχνε στο σωρό απάνω, τα εβουτούσε μέσα, κ' εξεκαρδιζότανε στα γέλοια. Σε λιγάκι εφώναξε το πιο τολμηρό παιδί.
Ο ήλιος διαβαίνοντας τα φυλλώματα, χάδευε τα μαλλιά της κ' έκανε καθρέφτη γύρω στο κεφαλάκι της. Τα ξεφωνητά και τα γέλοια της κόρης έφταναν στο γραφείο, σαν ήχοι χαδιάρικης μουσικής. Οι σοφοί εταράχτηκαν. Κατιτί σαν κύμα χλιαρό ήρθε κ' εζέστανε τη ζωή τους. Συγκίνηση βαθειά και πρωτόγνωρη θρονιάστηκε στην καρδιά τους. Γύρισε αυτόματα ένας στον άλλον και κυττάχτηκαν ντροπαλά.
Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσης από τα γέλοια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγη! — Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν