Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Σ' εποχή που ρήμαζαν και ματοκυλούσαν την Ευρώπη οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ή οι ληστρικοί των διαφόρων ηγεμόνων, που η Ιερά Εξέτασις έψηνε τους ανθρώπους σαν αρνιά, που οι αγριότητες των Ευρωπαίων εμπόρων στην Αμερική είχαν ξεπατώσει τους ιθαγενείς, που η Μεσόγειος θάλασσα ήταν γεμάτη Μπαρμπερίνους πειρατές, ώστε καμιά ασφάλεια δεν υπήρχε για τους ταξιδιώτες, ένα τέτιο δόγμα ήτανε πολύ προκλητικό και δε μπορούσε να μη κινήση τη σατυρική βέρβα του Βολταίρου, που η μεγαλοφυία του τούτο είχε το χαρακτηριστικό: να βλέπει με ασύγκριτη διαύγεια τη γελοία όψι των ανθρωπίνων σκέψεων και πράξεων.

Ότι δε αυτά είναι γελοία, θα γείνη ολοφάνερον, αν δεν μεταχειριζώμεθα πολλάς ονομασίας, τας ονομασίας δηλαδή ευχάριστον και δυσάρεστον και καλόν και κακόν· αλλ' επειδή αυτά απεδείχθη ότι είναι δύο, ας τα ονομάζωμεν και με δύο ονόματα· κατ' αρχάς μεν ας τα ονομάζωμεν καλόν και κακόν, και έπειτα πάλιν ευχάριστον και δυσάρεστον.

Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν' ακούστε. Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γέρο Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλοια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθήσαμε πάλι μέσα. Η μάννα μου είταν κατάχλωμη.

Και πολλά άλλα τοιαύτα, γελοία και σόλοικα, τα οποία είνε ανάξια και να τ' απομνημονεύση κανείς, εκτός μόνον εκείνου το οποίον όσοι ήκουσαν αναφέρουν εξ ενός σου λόγου.

ΜΕΝ. Αστειεύεσαι; Αν έβλεπες τον Μαύσωλονεννοώ τον Κάρα, ο οποίος είνε περίφημος διά τον τάφον τουείμαι βέβαιος ότι θα εξεραίνεσο από τα γέλοια, τόσον παραπεταμένος είνε μεταξύ του πλήθους των νεκρών και μου φαίνεται ότι η μόνη του απόλαυσις εκ του μνημείου εκείνου είνε το βάρος το οποίον του δίδει με τον τόσον όγκον του.

Έλα γέρα, πάρε το φλάουτο και φύσα! επρόσθεσε το παιδί, δίνοντάς του με καμώματα το όργανο και γελώντας κάτω από την άχνα του μουστακιού του. Οι άλλοι ξεράθηκαν στα γέλοια. Ο γέρος πέταξε το κουπιά και τινάχτηκε μπροστά στον πάγκο, ίσιος τώρα σαν λαμπάδα, με τα μάτια σπιθόβολα, με το μεγάλο μέτωπο φωτισμένο.

Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος: — Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί; — Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φραγκικά σου τ' αποπλύματα! Α — λατούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;

Και πώς το ξεύρεις ότι είνε εκεί κάτω; την ηρώτησε με γέλοια μία συμμαθήτρια της. — Πώς; από τα παραμύθια. Μέσατην θάλασσαν βαθειά πολύ βαθειά εκεί, όπου λάμπει το νερό έως κάτω, όταν ο ήλιος ή η σελήνη το φωτίζουν, έχει το κρυσταλλένιο παλάτι της η καλή Νεράιδα, ακούει ό,τι της ζητούν τα παιδιά και έρχεται και τους τα δίδει. — Να δούμε, αν και τώρα σ' ακούση! είπεν η μεγαλειτέρα.

Οι Χριστιανοί, που ήταν απ' το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι' αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλοια, κρατούσαν τα σηκότια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω.

Ω, ποία κωμωδία! και ποία γελοία και ανόητος ικάρειος πτήσις επί σφαίρας αιωνίως κινουμένης, και αιωνίως μεταβαλλούσης θέσιν, αλλά και αιωνίως επανερχομένης εις το αυτό. Ναι· ποία κωμωδία, διαρκής και μονότονος, με την οποίαν, όσοι την ανεγνώρισαν ως τοιαύτην, εγέλασαν, και όσοι την εξέλαβον ως δράμα, έκλαυσαν πολύ. Τι πρώτον και τι ύστερον ν' αφηγηθώ· τι ύστερον και τι πρώτον να ιστορήσω!

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν